Πηγαίνουμε συχνά με
την Α. σε μια καφετέρια στο κέντρο, καφετέρια στην οποία, μεταξύ άλλων,
ετοιμάζουμε - με πολύ αργούς ρυθμούς, από δική μου υπαιτιότητα – ένα ας-πούμε-πρότζεκτ (περισσότερα επ’ αυτού σε μελλοντικό ποστ). Εκεί, στην πρόχειρη
βιβλιοθήκη που έχουν στήσει οι μαγαζάτορες, βρήκα αφημένο ένα βιβλιαράκι
περίπου σαν αυτό που έχω βάλει μπρος κι εγώ: έναν μικρό τόμο με ποιήματα, με
χάρτινο εξώφυλλο, αυτοέκδοση κάποιου κυρίου με το όνομα Χρήστος Δ. Τσατσαρώνης.
Δεν είναι πρωτότυπο για έλληνες
ποιητές να «σκαρώνουν» τέτοια τομίδια (αν δεν κάνω λάθος, ήταν μια πρακτική
προσφιλής ακόμα και στον Καβάφη ή τον Νίκο Παναγιωτόπουλο). Ειδικά στις μέρες μας, μέσα σε όλη αυτή την
οικονομική δυσπραγία από τη μία και από την άλλη τον συνεχιζόμενο σνομπισμό
κάποιων εκδοτικών απέναντι και σε ό,τι δεν ακολουθεί την (ποιητική ή όποια
άλλη) νόρμα και σε «πένες» που δεν αντιστοιχούν σε κάποιο «καθιερωμένο» όνομα,
δεν είναι καθόλου παράξενο για έναν άνθρωπο που καταπιάνεται με το γράψιμο να
ακολουθεί αυτή την οδό. Και ίσως, εκτός αυτών, να υπάρχει και η ακόλουθη, πολύ
απλή εξήγηση: να μη θες καν να μπεις στο όλο εκδοτικό «πανηγυράκι» με ό,τι αυτό
συνεπάγεται.
Από τη μία σε βάζουν σε σκέψη τα
παραπάνω, από την άλλη λες «ευτυχώς που υπάρχουν (έστω) και οι αυτοεκδόσεις»,
γιατί έτσι πετυχαίνεις στο διάβα σου κάποιες λογοτεχνικές φωνές που σε καμία
άλλη περίπτωση δεν θα σου γίνονταν γνωστές και οι οποίες είναι πραγματικά άξιες
προσοχής. Δεν υπονοώ πως όλοι όσοι κάνουν αυτοεκδόσεις είναι αδικημένες
μεγαλοφυΐες ούτε πως όλοι όσοι εκδίδουν δια της καθιερωμένης οδού είναι ανάξιοι
και υπερτιμημένοι, ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις από τους μεν που, κατά το κοινώς
λεγόμενο, έχουν όντως κάτι να πουν, και σε επίπεδο φόρμας και σε επίπεδο
περιεχομένου (και περιπτώσεις από τους δε που, ε, δεν…).
Ο Χρήστος Δ. Τσατσαρώνης, λοιπόν· γεννημένος το 1968, όπως αναφέρει ο ίδιος στο σύντομο βιογραφικό αυτής της αυτοέκδοσης, «ισόβιος»
κάτοικος των Εξαρχείων (συνοικίας που παίζει αρκετά βαρύνοντα ρόλο στο εν λόγω
πόνημα), παρουσιάζει την επαγγελματική και καλλιτεχνική του δραστηριότητα με
ένα μόνιμο πνεύμα αυτοσαρκασμού: κι όμως, οι δημοσιεύσεις του είναι πολλές – χωρίς
να αφορούν μόνο τη λογοτεχνία-, σε μεγάλες εφημερίδες, στο ενδιαφέρον περιοδικό
«Φαρφουλάς» και αλλού, όπως πολλά φαίνονται να είναι και τα επιστημονικά ενδιαφέροντά
του.
Στο δια ταύτα, το πρώτο πράγμα που
διακρίνεις στα ανά χείρας ποιήματα είναι μια σχεδόν διαρκής κατήφεια και θλίψη,
η οποία, ωστόσο, δεν παίρνει πάντα στα σοβαρά τον εαυτό της. Κάποια ποιήματα (π.χ.
Rigor Mortis, 120 κιλά, Θλιβεία, Ο Δόκτωρ Χάνεται κ.ά.) δεν δείχνουν
να καταλήγουν πουθενά. Είναι γραμμικά και επίπεδα μέσα στη μαυρίλα τους. Δεν
έχουν κάποια κορύφωση, κάποιο φινάλε, κάποια ανατροπή, κάποιο punchline, κάποιο επιμύθιο. Αυτοαναλώνονται στη σκοτεινότητά τους.
Αν έχουν κάποιο βαθύτερο νόημα ή αν κρύβουν στον πυρήνα τους κάποιο αστείο, εγώ
προσωπικά δεν είμαι σε θέση να το πιάσω.
Ωστόσο, προχωρώντας πέρα από αυτό το
στοιχείο, ανακαλύπτεις κείμενα που και χιούμορ έχουν, και ενδιαφέρουσα
εικονοπλασία και συμβολισμούς, και ανατροπές και ένα ελαφρύ πολιτικό στοιχείο.
Ξεχώρισα,
μεταξύ άλλων, το «Σ’ αυτή τη γιορτή», το οποίο έχει μεν μια προφανή ίσως
κατάληξη, αλλά η κατάληξη αυτή γίνεται με πολύ ενδιαφέροντα τεχνικά τρόπο – ο οποίος
έχει να κάνει με την ομοιοκαταληξία του τελευταίου διστίχου. Ξεχώρισα επίσης το
ποίημα «Ο Σπόγγος», το οποίο είναι μια αλληγορία για τους ανθρώπους τους οποίους
οι γύρω τους επιφορτίζουν με το ρόλο του τέρατος, έστω κι αν δεν διαθέτουν στην
πραγματικότητα οτιδήποτε το τερατώδες, αλλά θα μπορούσε επίσης να λειτουργήσει
σαν μια αλληγορία για τον συγγραφέα ή ακόμα και για τον ψυχοθεραπευτή, δύο
τύπους ανθρώπων που επίσης σφουγγίζουν τη δυστυχία (ή την ευτυχία) των γύρω τους
και τη μετουσιώνουν (ή, έστω, προσπαθούν) σε κάτι άλλο. Τεχνικά, το ποίημα «Το
άδειο κατάστημα» ακολουθεί μεν την οδό της κατήφειας που περιγράφηκε παραπάνω,
ωστόσο, ακριβώς επειδή ο Χ.Δ.Τ. αφήνει ανολοκλήρωτη την τελευταία φράση, όχι μόνο
αποφεύγει να επαναληφθεί αλλά δίνει και το ελεύθερο στον αναγνώστη να φανταστεί
ό,τι ο ίδιος επιθυμεί σχετικά με αυτόν τον λειψό παραλληλισμό. «Τα γυαλιτάκια»
και «Οι φακές» χρησιμοποιούν τα σύμβολά τους με πολύ ωραίο τρόπο και θα
μπορούσαν και τα δύο να γίνουν λαϊκά ή ρεμπέτικα τραγούδια (κι αυτό, εν
προκειμένω, είναι κάτι σαφώς θετικό). Το «Χάσμα γενεών» είναι ένα πολύπλευρα
πολιτικό ποίημα, ενώ η «Χημειοθεραπεία» είναι αφοπλιστικά απλή και αφοπλιστικά
ειλικρινής. Το «Χώνεται» είναι στημένο πάνω σε μια εξαιρετική (όσο και
εφιαλτική) παρομοίωση, ενώ το τελευταίο ποίημα, τα «Ψωμιά» είναι γεμάτο από
εξαιρετικά δοσμένες εικόνες της σύγχρονης Αθήνας.
Γενικά,
έχουμε να κάνουμε με έναν ευφυή άνθρωπο, ευαίσθητο και εξαιρετικά παρατηρητικό,
με οξεία λεξιπλαστική ικανότητα και χιούμορ, ο οποίος αξίζει πολύ περισσότερη
προσοχή από αυτή που λαμβάνει. Γενικά, υπάρχει στη λογοτεχνική σκηνή αυτής εδώ της
χώρας, ένα παράλληλο ποιητικό ποτάμι, που είναι κατά καιρούς και κατά περιπτώσεις πολύ πιο ενδιαφέρον
και πολύ πιο ευρηματικό από το mainstream (pun intended), που πλασάρεται
ως σπουδαίο.