Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Για τον Λου Ριντ

Θυμάμαι ένα βράδυ του 1999, να μιλάω στο τηλέφωνο με την κοπέλα στην οποία μετέπειτα θα βάσιζα τη Νεφέλη από την Ελληνική Ασφυξία. Τα αγαπημένα μας θέματα συζήτησης ήταν η μουσική και το πάθος μου για εκείνη (την κοπέλα, όχι τη μουσική). Ακούμε περισσότερο βρετανικά συγκροτήματα, αλλά κάποια στιγμή εκείνο το βράδυ με ρωτά να της πω ποιος είναι ο αγαπημένος μου αμερικανός τραγουδιστής. Της απαντάω χωρίς να το σκεφτώ καθόλου: ο Λου Ριντ. Δεν είχα εκτιμήσει ακόμα όσο έπρεπε τον Ντίλαν και ο Μάρβιν Γκέι πολύ απλά δεν μου ήρθε στο μυαλό.
            Είχα ανακαλύψει πριν μερικά χρόνια τον Ριντ και τη σπουδαία παλιά του μπάντα, τους Velvet Underground, χάρη στους παραγωγούς του αξεπέραστου Ρόδον FM. Με τα πρώτα λεφτά που έβγαλα σαν ενήλικας, είχα αγοράσει, μεταξύ άλλων, την «μπανάνα», ένα μπεστ οφ των Βέλβετς και το Transformer. Από τους Βέλβετς με είχε ταρακουνήσει κυρίως αυτός ο επιτηδευμένα ακατέργαστος ήχος, οι κοφτερές κιθάρες και η απόκοσμα σπαρακτική βιόλα του Τζον Κέιλ (αν και κάθε άλλο παρά αδιάφορο με άφηναν τα πιο μελαγχολικά, τα πιο μελωδικά κομμάτια τους). Η μουσική των VU ήταν μια μουσική περιπετειώδης, μια μουσική που μίλαγε κατευθείαν στα ένστικτα που δεν ήξερες καν πως είχες – ήταν μια μουσική που γύρευε να ενοχλήσει, να μην σε αφήσει στην ησυχία σου. Το Transformer ήταν κάτι άλλο. Ήταν πιο στρωτό, πιο μελωδικό, πιο μεγαλεπήβολο. Εκείνη την εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν έκανα την προαναφερθείσα συζήτησι, αυτά τα τρία cd αρκούσαν για να με πείσουν πως ο Ριντ ήταν ο πιο μεγάλος αμερικανός τραγουδιστής.
Με το πέρασμα των χρόνων, βυθίστηκα πιο βαθιά στη ζωή (κυρίως στις απογοητεύσεις της) αλλά και πιο βαθιά στη μουσική του Ριντ και των Βέλβετς. Υπήρχαν πολλές διαφορές μεταξύ του σόλο καλλιτέχνη και της μπάντας από την οποία είχε ξεπηδήσει. Υπήρχε, όμως, κάτι κοινό, κάτι που βρισκόταν στο κέντρο και των δύο αυτών corpus. Ο ίδιος ο Ριντ – η φωνή του και τα πράγματα που η φωνή αυτή έλεγε. Είχα στο μεταξύ «ανακαλύψει» τον Ντίλαν, αλλά αυτός ήταν κάτι άλλο. Δεν μπορούσα καν να τους συγκρίνω. Με τον καιρό ομολογώ πως απομυθοποίησα κάπως τον Ριντ, κυρίως σαν κιθαρίστα, αλλά επέστρεψα σε αυτόν στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας κι από τότε δεν σταμάτησα να τον ακούω. Είναι παρών ακόμα και στο πρώτο μου βιβλίο.  
Γιατί, όμως, ο Ριντ; Γιατί είχα δώσει εκείνη την απάντηση εκείνο το βράδυ; Από καθαρά μουσικολογικής άποψης, αυτή η φωνή, που σίγησε για πάντα την Κυριακή που μας πέρασε, είναι μάλλον κακή, χωρίς όλα εκείνα τα τεχνικά χαρακτηριστικά (βιμπράτο, δυναμική, έκταση) που θα μπορούσαν να την καταστήσουν αντικειμενικά αξιόλογη. Κι όμως, ακριβώς επειδή είναι τόσο βραχνή και ανέκφραστη και σαφής, τόσο ξερή, καταφέρνει να είναι τόσο σπουδαία. Άλλωστε, καμιά άλλη φωνή δεν θα ταίριαζε περισσότερο με αυτούς τους στίχους, όσες διασκευές του Perfect Day κι αν ηχογραφηθούν. Το θέμα με τον Λου Ριντ είναι ότι μιλά για ανθρώπους – για ανθρώπους πραγματικούς και ολοζώντανους. Ίσως να μην είναι οι καλύτεροι άνθρωποι, ίσως να μην είναι οι πιο νορμάλ, αλλά πάντως αποτελούν κομμάτι αυτού του κόσμου. Ο Ριντ έγραφε για πράματα που συνέβαιναν γύρω του. Δεν σου έκρυβε τίποτα, σε προειδοποιούσε για τα πιο σκοτεινά κατατόπια, για τους πιο παράξενους ανθρώπους που επρόκειτο να συναντήσεις (και σου έλεγε παράλληλα πως ίσως κι εσύ ο ίδιος έμοιαζες κάπως στους ανθρώπους αυτούς), για καλλιτέχνες, για έκπτωτους κληρονόμους, για φτωχοδιάβολους, για τραβεστί και μοιραίες γυναίκες, για άντρες που χτυπάνε τις γυναίκες τους, για αλκοολικούς, για κοσμικές κυρίες και προβληματικά πλουσιοκόριτσα, για ψώνια, για πρεζόνια, για χαμένα χρόνια. Και στα έλεγε όλα αυτά όπως έπρεπε, ξερά, ανέκφραστα, βραχνά, άσχημα και όμορφα μαζί.
Ειπώθηκε από έναν έλληνα μουσικό πως οι στίχοι του ήταν ακατέργαστοι. Τεράστια ανακρίβεια. Ο Ριντ είχε άλλωστε σπουδάσει δημιουργική γραφή, κοντά στον άγνωστο στην Ελλάδα αλλά αναγνωρισμένο στον αγγλόφωνο κόσμο Ντέλμορ Σβαρτς. Ήταν κι αυτός, όπως και τόσοι άλλοι γραφιάδες, ένας ανελέητος κυνηγός της κατά Φλωμπέρ mot juste. Τραγούδια όπως το Men of Good Fortune, το Coney Island Baby, το Underneath the Bottle δεν θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί από κάποιον που έκανε προχειροδουλειές. Στίχοι όπως το «he had left his soul in someone̕  s RENTED car» στο Romeo had Juliette (όπως έχει επισημάνει ο Jim Carroll σε ένα ντοκιμαντέρ) δείχνουν όλη του τη μαστοριά και την αφοσίωση. Εκείνος ο απίθανος επιθετικός προσδιορισμός silver δίπλα στη λέξη walks (στο I̕  m so Free) δείχνει μια φαντασία αλλά και μια σκληρή δουλειά που δεν θα χαρακτηρίσει ποτέ κανέναν ατζαμή ερασιτέχνη. Οι γυναικείοι χαρακτήρες του που «μιλάνε» (Stephanie says, Lisa Says, Candy Says, Caroline Says), συνθέτουν μερικές από τις σπουδαιότερες βινιέτες στην ιστορία της popular μουσικής. Και τα παραδείγματα είναι αμέτρητα.
Αυτό είναι εν τέλει που κάνει τόσο σημαντικό για μένα. Αλλά ίσως να έχω και άδικο. Ίσως άλλοι να εκτιμούν περισσότερο άλλα πράγματα, που εγώ δεν κατάφερα να δω. Το θέμα είναι ότι όλοι όσοι αγαπήσαμε τον Λου Ριντ, για οποιονδήποτε λόγο, νοιώσαμε το βράδυ της Κυριακής που μας πέρασε να χάσαμε έναν δικό μας άνθρωπο. Και όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, το κενό θα είναι μεν δυσαναπλήρωτο, αλλά τουλάχιστον θα έχουμε τις αναμνήσεις. 

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Η ελληνική ασφυξία στον Βόλο

Θα χαρούμε να σας δούμε στο Βιβλιοπωλείο Χάρτα, στον Βόλο, την 1η Νοεμβρίου 2013, στις οχτώ το βράδυ, στην παρουσίαση του μυθιστορήματος Ελληνική Ασφυξία. Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο συγγραφέας και κριτικός Γιάννης Αντάμης και ο Ηλίας Νίσαρης. Γραβάτες προαιρετικές.

Χάρτα, Βόλος, Σκενδεράνη 16Α-Β




Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

ΜΕΤΕΩΡΟΣ ΣΤΟΝ ΜΕΤΕΩΡΙΤΗ

Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που ζούσε μόνος του σε έναν μετεωρίτη. Η ζωή που έκανε δεν ήταν υπερβολική ούτε πολυέξοδη. Ό,τι χρειαζόταν για την τροφή του το έβρισκε λίγα μέτρα από το σπίτι του. Κάποια στιγμή ήρθε ένας παράξενος άνθρωπος από έναν άλλο πλανήτη. Είπε στον κάτοικο του αστεροειδούς: «Το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο το ουράνιο σώμα σου είναι πολύτιμο. Στον πλανήτη μου το χρησιμοποιούν για να φτιάξουν κοσμήματα. Πόσα θέλεις για να μου κόψεις ένα κομμάτι;» Ο κάτοικος του αστεροειδούς δεν ήξερε τι να απαντήσει. Όταν, όμως ο επισκέπτης του τού πρόσφερε ένα πουγκί με νομίσματα, ο κάτοικος του μετεωρίτη αναθάρρησε. Πήρε το πουγκί και άφησε τον άλλον να κόψει ένα κομμάτι. Την επόμενη μέρα ο επισκέπτης από τον άλλο πλανήτη ξαναήρθε. Πρόσφερε πάλι ένα πουγκί στον κάτοικο του μετεωρίτη, με αντάλλαγμα ένα ακόμα κομμάτι. Ο κάτοικος του αστεροειδούς δέχτηκε. Μέτρησε τα περιεχόμενα των δύο πουγκιών που είχε λάβει και αισθάνθηκε ικανοποίηση. Την επόμενη μέρα ήρθε ένας άλλος παράξενος άνθρωπος, κι αυτός από έναν κοντινό πλανήτη. «Αυτός είναι ο πολύτιμος μετεωρίτης;» ρώτησε. Ο κάτοικος του αστεροειδούς δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τελικά είπε ναι, σκεπτόμενος τις δύο προηγούμενες επισκέψεις. Ο επισκέπτης πρόσφερε κι αυτός στον ερημίτη ένα μεγάλο ποσό, κι έπειτα έφυγε, κόβοντας πρώτα ένα κομμάτι από τον μετεωρίτη. Ο ερημίτης χαμογέλασε ικανοποιημένος. Είδε πως ο μετεωρίτης του είχε μικρύνει κάπως τις τελευταίες μέρες, όμως δεν τον ένοιαξε. Ήταν ευχαριστημένος που είχε στα χέρια του λεφτά, πολλά λεφτά. Έτσι, την επόμενη μέρα, που ήρθε ένας τρίτος επισκέπτης και του πρόσφερε κι αυτός ένα πουγκί με αντάλλαγμα ένα κομμάτι από τον μετεωρίτη. Ο ερημίτης δέχτηκε. Ο μετεωρίτης μίκρυνε κι άλλο. Σύντομα, ο μετεωρίτης έγινε γνωστός σε όλη εκείνη τη γωνιά του σύμπαντος. Άνθρωποι έρχονταν και έρχονταν και έρχονταν, προσφέροντας πουγκιά επί πουγκιών, και παίρνοντας ο καθένας από ένα κομμάτι του μετεωρίτη. Σύντομα, ο μετεωρίτης είχε μικρύνει τόσο πολύ, που υπήρχε χώρος μόνο για τον κάτοικό του και τα πουγκιά. Κι όμως, κάθε φορά που ερχόταν ένας καινούριος επισκέπτης, φέρνοντας μαζί του ένα πουγκί, ο ερημίτης τον άφηνε να κόψει ένα κομμάτι από τον μετεωρίτη. Στο τέλος αναγκάστηκε να μείνει σε ένα κομμάτι μετεωρίτη που χωρούσε μόνο εκείνον. Τα πουγκιά του αναγκάστηκε να τα πάρει στα χέρια του. Έμεινε εκεί για μέρες, χωρίς να τρώει, χωρίς να πίνει, χωρίς να μιλά σε κανέναν. Στο τέλος άρχισε να κουράζεται. Δεν μπορούσε πια να σηκώνει όλο αυτό το βάρος. Ένοιωσε τα χέρια του να αρχίζουν να λυγίζουν. Προσπάθησε να αντλήσει δύναμη από το μυαλό του, κι έτσι μπόρεσε να κρατηθεί λίγο ακόμα. Αλλά κάποια στιγμή τον πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε σχεδόν αμέσως, μόνο και μόνο για να δει πως ένα πουγκί κόντευε να πέσει. Προσπάθησε να αλλάξει θέση, προσπάθησε να στηριχτεί καλύτερα στο κομμάτι του μετεωρίτη που είχε απομείνει και τελικά κατάφερε να μην πέσει το μετέωρο πουγκί. Πάνω που το κατάφερε αυτό, όμως, κατάλαβε πως ένα άλλο πουγκί έπεσε κάτω. Άπλωσε τα χέρια του για να το πιάσει, μην καταλαβαίνοντας πως έτσι θα του έπεφταν όλα τα πουγκιά – όπως και συνέβη. Τα πουγκιά όλα έπεσαν κάτω και μαζί τους έπεσε κι εκείνος. Τώρα πια αιωρείται στο διάστημα, χωρίς σπίτι, χωρίς πουγκιά, χωρίς πνοή. 

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

Ο ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ

Έφτασε στο νησί ο υπουργός και θέλησε να δει το φάρο. Κοσμοξάκουστος ο φάρος, ψηλός, όμορφος, από τους πρώτους που χτιστήκαν με την ίδρυση του κράτους. Αλλά ο δήμαρχος έκανε τον ψόφιο κοριό. Ήταν ο φαροφύλακας λίγο περίεργος, βλέπεις. Αλλά επέμεινε ο υπουργός –τριάντα οχτώ χρονών, δεν είχε δει στη ζωή του μήτε φάρο μήτε φαροφύλακα-, κι έτσι ο δήμαρχος υποχώρησε. Τους βάλανε σε δυο τζιπ, υπουργούς, παραυπουργούς, γραμματείς και τους κουβαλήσανε στ’ ακρωτήρι. Είχαν έρθει κι οι τηλεοράσεις εκεί, για να τραβήξουν τον υπουργό να επισκέπτεται το φάρο, λες κι ήταν  καμιά συνάντηση γιγάντων.
            Είχε στείλει εν τω μεταξύ από πριν ο δήμαρχος έναν παρατρεχάμενό του να ειδοποιήσει τον φαροφύλακα να σουλουπωθεί λίγο, μην τον δει ο υπουργός και πει τι αγριάνθρωπος είναι αυτός. Όταν έφτασε η κουστωδία, όμως, δεν είδανε ούτε φαροφύλακα ούτε παρατρεχάμενο ούτε τίποτα. Έστειλε λοιπόν ο δήμαρχος έναν άλλον, γραμματικός ήτανε ή κάτι τέτοιο, να πάει και να χτυπήσει την πόρτα του φάρου. Χτυπάει ο γραμματικός την πόρτα κι ανοίγει ο φαροφύλακας, ίδιος κι απαράλλαχτος όπως πάντα, με το ίδιο κασκέτο και το παλτό του καπετάνιου, να ψιλομυρίζει κιόλας, και τους κοιτάει μ’ ένα βλέμμα λες κι είναι έτοιμος να τους στείλει στο διάολο κι ακόμα παραπέρα. Κι έρχονται ο δήμαρχος με τον υπουργό να του σφίξουν το χέρι. Αυτός δε χαμπαριάζει, όμως. Τους ρίχνει ένα βλέμμα σαν να τους λέει αφήστε με στην ησυχία μου. Και ρωτάει ο υπουργός –καλό παιδάκι, από καλή οικογένεια, ούτε που έχει πάρει χαμπάρι τι πάει να πει ζωή: «Είσαι μόνος σου στο φάρο, κυρ-Στάμο;»
            «Όχι», λέει ο κυρ-Στάμος, «έχω και κάτι ρωσίδες, να μου κάνουνε παρέα». Κανένας δε γέλασε. Ο υπουργός γιατί δεν το κατάλαβε, οι άλλοι γιατί δεν το βρήκαν πρέπον να κοροϊδεύει ένας φαροφύλακας κοτζάμ υπουργό. Μόνο των δημοσιογράφων έσκασε κρυφά το χειλάκι τους. Κι όταν το παίξαν το βράδυ στις ειδήσεις, έγινε χαμός. Πρώτο θέμα ο φαροφύλακας που ’βγαλε γλώσσα στον υπουργό. Το πήραν μετά όλες εκείνες οι εκπομπές που έχουν αποσπάσματα από άλλες εκπομπές, μιας και δεν έχουν τίποτα έξυπνο να πούνε από μόνες τους, και το παίζανε για καμιά εβδομάδα. Και μετά ανέβηκε στο ίντερνετ κι έγινε καινούριος χαμός. Σταρ ο κυρ-Στάμος.
            Και τον βλέπει ένας διευθυντής ειδήσεων και λέει «υπάρχει ζουμί εδώ». Και στέλνει ένα συνεργείο να του πάρει συνέντευξη του κυρ-Στάμου. Και πάνε τα ξεφτέρια, στήνουν την κάμερα έξω από το φάρο και του χτυπάνε την πόρτα. Κι ο κυρ-Στάμος ανοίγει, τους βλέπει και, χωρίς να το σκεφτεί, τους στέλνει το διάολο. Κι αυτοί γελάνε και στέλνουν το βίντεο στα κεντρικά και το παίζουν στις ειδήσεις των οχτώ. Κι οι θεατές βλέπουν τον φαροφύλακα να διαολοστέλνει τους δημοσιογράφους κι αντί να αηδιάσουν, βάζουν τα γέλια. Και πάλι απ’ την αρχή χαμός στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα και τα ιντερνέτια. Κι όλοι ψάχνουν να βρουν που είναι αυτός ο φαροφύλακας. Και μπαρκάρουν με τα βαπόρια να πάνε στο νησί για να δουν από κοντά το φαροφύλακα, για να τον δουν από κοντά. Έχει, λέει, πλάκα το άτομο. Κι όσοι φτάνουν στο φάρο, τους διαολοστέλνει κι αυτούς. Αλλά εκείνοι βάζουν τα γέλια. Το ευχαριστιούνται. Τον γράφουν, μάλιστα,  στα κινητά και τον ανεβάζουν στο ίντερνετ και ο χαμός συνεχίζεται.
            Ώσπου έχει γίνει τόσος πια ντόρος με το ασταδιάλα του φαροφύλακα, που ο διευθυντής ειδήσεων λέει «αυτός αξίζει δική του εκπομπή». Και πάει αυτοπροσώπως ο κυρ-διευθυντής στον κυρ-φαροφύλακα και του εξηγεί με πολύ ήρεμο τρόπο ποιος είναι και τι θέλει. Και στην αρχή ο κυρ-Στάμος του λέει όχι. Αλλά του γράφει ο διευθυντής μια επιταγή πενταψήφια, μόνο για τα πρώτα του έξοδα στην μεγάλη πόλη και του κυρ-Στάμου του θολώνει το μάτι. Επειδή είναι πονηρεμένος, βέβαια, ζητάει μετρητά. Κι ο διευθυντής βγάζει από την τσέπη του δύο πεντακοσάρικα και του τα δίνει, στην ψύχρα, σαν να είναι χαρτομάντηλα. Τα τσεπώνει ο κυρ-Στάμος και δίνουνε τα χέρια.
            Κι έρχεται ο κυρ-Στάμος στην μεγάλη πόλη. Τον παραλαμβάνουν από το λιμάνι με μια κουρσάρα και τον πηγαίνουν στο κανάλι. Συζητάνε τα διαδικαστικά και τις λεπτομέρειες και δεν ξέρω κι εγώ πως τα λένε και μετά τον βάζουνε στο στούντιο για δοκιμαστικό. Τον καθίζουνε σ’ ένα γραφείο με μια κάμερά απέναντί του κι ο κυρ-Στάμος τα ψιλοχάνει. «Τι να πω;» ρωτάει. «Θα σου παίζουμε ένα βίντεο κι εσύ θα λες τη γνώμη σου», του απαντά ο διευθυντής. «Τι γνώμη να ’χω, δηλαδή;» κάνει ο κυρ-Στάμος. «Μην ανησυχείς, θα σου ’ρθει.»
            Και του παίζουν το πρώτο βίντεο κι ο κυρ-Στάμος λέει τα χειρότερα. Αλλά τα λέει τόσο ξερά και τόσο απότομα που όλο το στούντιο κατουριέται απ’ τα γέλια. Και στο επόμενο βίντεο ακόμα καλύτερα και στο τρίτο ακόμα καλύτερα. Και παίζουν την εκπομπή το βράδυ και μαζεύουν κάνα τριαντάρι θεαματικότητα. Ο διευθυντής έτριβε τα χέρια του, και μαζί του όλοι οι καναλάρχες κι οι διαφημιστάδες.  
            Έγινε, που λέτε, συνήθεια στα νοικοκυριά της χώρας, κάθε Τρίτη βράδυ να αράζουν μπροστά στις τηλεοράσεις τους για να δουν το φαροφύλακα να ξεστομίζει πίκρα, να διαολοστέλνει τους «ψευταράδες», να καταριέται όσους έβρισκε –κι ίσως να είχε δίκιο- ηλίθιους. Οι εφημερίδες γράφαν για το νέο φαινόμενο, άλλες αρνητικά, άλλες θετικά, άλλες αρνητικά, όλες, όμως φορτισμένα και με στόμφο. Μέχρι και στο κοινοβούλιο έφτασε η χάρη του φαροφύλακα. Κάτι πολιτικάντηδες που τους είχε πιάσει στο στόμα του, κάνανε παράπονα για αυτά που είχε πει για ελόγου τους, και φτύνανε κατηγόριες κι απειλές, αλλά του καναλιού δεν του ίδρωσε το αυτί του. Αυτό που ένοιαζε τον διευθυντή ήταν τα χρήματα που πέφτανε για τις ρεκλάμες.
             Με τον καιρό, μάλιστα, οι διευθυντές, όμως, και οι διαφημιστάδες κι όλοι αυτοί οι χαρτογιακάδες καταλάβανε πως υπάρχει κάτι πιο βαθύ σ’ αυτήν την ιστορία. Με μια κουβέντα, είδαν πως είχαν χτυπήσει φλέβα. Αν ο φαροφύλακας έλεγε αυτά που πίστευαν οι θεατές, τότε οι θεατές θα μπορούσαν να πιστέψουν αυτά που λέει ο φαροφύλακας. Κοινώς, αν ο φαροφύλακας πει πως την μέρα έχουμε σκοτάδι και τη νύχτα λάμπει ο ήλιος, οι θεατές ήταν ικανοί να το χάψουν.
            Βαλθήκανε, λοιπόν, να τον εσουλουπώσουν. Πρώτα τον ντύσανε με καλύτερα ρούχα. Μετά κόψανε τη γενειάδα του κι αφήσαν μόνο ένα ωραίο, κομψό μουσάκι. Του κόψαν τα μαλλιά και τα χτενίσαν με γλάσο προς τα πίσω. Έπειτα τον βάλανε να διαφημίζει πράγματα μέσα στην εκπομπή του. Και τέλος, τον βάλανε να μιλάει με καλά λόγια την κυβέρνηση, για τα νέα μέτρα και τους καινούριους φόρους, να λέει πως είναι κακό να διαμαρτύρεσαι, αισχρό να διαδηλώνεις. Κι αυτός τα δέχτηκε όλα γιατί δεν ήταν μαθημένος σε τέτοια κόλπα, κι οι διευθυντάδες τον ορμήνεψαν πως ήταν καλύτερα έτσι. Τον τούμπαραν με την πάγια ψευτιά: «Αυτά θέλει ο κόσμος». Κι εσύ, αν θες να συνεχίσεις να τσεπώνεις τα δεκαχίλιαρα, καλά θα κάνεις να λες αυτά που θέλει ν’ ακούσει ο κόσμος. Τον πείσανε πιο εύκολα απ’ ό,τι περίμεναν κι οι ίδιοι. Αυτόν, άλλωστε, τον ένοιαζε μόνο να τσεπώνει τα μισθά του κάθε μήνα – και μιλάμε για λεφτά που σαν φαροφύλακας μήτε που τα είχε ονειρευτεί.
            Κι άλλωστε κατάλαβε πως, όταν άρχισε να παρουσιάζει την πραγματικότητα όπως τη θέλανε οι διευθυντάδες κι οι φραγκάτοι, εκείνοι του ανοίξανε τις πόρτες των σπιτιών τους και τον καλούσανε σε δεξιώσεις και δείπνα και πρεμιέρες, κι όλες οι γυναίκες τους ήθελαν να φωτογραφηθούν μαζί του και να του εκμυστηρευτούν τον πόνο τους και να του πουν πόσο τους αρέσει η εκπομπή του.
            Αλλά αυτό που ευχαριστεί τους πλουσίους, συνήθως προκαλεί τη δυσαρέσκεια των φτωχών. Ήταν εύκολο για μερικούς θεατές να πιαστούν στα δίχτυα της παγίδας που τους στήσανε οι διευθυντάδες. Αλλά σε μερικούς άλλους, η μετάλλαξη του φαροφύλακα σε φερέφωνο δεν προκάλεσε παρά μόνο θυμηδία. Κι όταν έφτασε εκείνη η μαύρη, εκείνη η αποφράδα μέρα που σκοτώσανε το συνδικαλιστή στη διαδήλωση και ο φαροφύλακας βγήκε το βράδυ στην τηλεόραση και είπε πως ο νεκρός πήγαινε γυρεύοντας, η οργή αυτής της μερίδας των θεατών του ξεχείλισε.
            Τον γιαούρτωσαν. Του στήσανε καρτέρι έξω από το στούντιο και τον γιαούρτωσαν. Καμιά εικοσαριά νεαροί, χωρίς κουκούλες και χωρίς μολότωφ, τον περιτριγύρισαν και του ρίξανε γιαούρτια. Κι αυτός δεν μπόρεσε να αντιδράσει, δεν μπόρεσε καν να προφυλαχτεί. Πριν προλάβει να καταλάβει τι είχε γίνει, οι νεαροί το είχαν βάλει στα πόδια. Κι εκείνος γύρισε σπίτι του, γιαουρτωμένος και καψερός. Έκανε ένα μπάνιο, έκαψε τα ρούχα που φόραγε κι έπεσε για ύπνο. Την επομένη δεν πήγε στη δουλειά του. Ο διευθυντής του έδωσε ρεπό. Ο κυρ-Στάμος –που ήτανε πια κύριος Στάμος- έκατσε σπίτι του. Το βράδυ άνοιξε τηλεόραση, να δει ειδήσεις. Το γιαούρτωμά του ήταν πρώτο θέμα. Όλοι μιλάγανε για «άνανδρη επίθεση», λέγανε πως «η ελευθερία του λόγου απειλείται», αναφέρονταν σε «πλήγμα στη δημοκρατία». Όλα αυτά του φαίνονταν φυσιολογικά και τον καθησύχαζαν.
            Αλλά μετά βάλανε σε επανάληψη την πρώτη του εκπομπή. Κι ο παλιός φαροφύλακας θυμήθηκε ποιος ήταν κάποτε. Θυμήθηκε από πού είχε ξεκινήσει και ένοιωσε σιχαμάρα για αυτό που είχε καταλήξει να είναι. Κάποτε έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους. Τώρα έφτυνε ψέματα, χάιδευε αυτιά. Είχε γίνει ένας λιμοκοντόρος γλείφτης.
Σηκώθηκε, πήγε στον καθρέφτη του σαλονιού, που του τον είχε κάνει δώρο ο διευθυντής του καναλιού, κι έφτυσε το είδωλό του. Έβγαλε τα ακριβά του ρούχα και ντύθηκε και πάλι με το παλιό του ναυτικό παλτό. Φόρεσε το κασκέτο του, ετοίμασε μια φτωχική βαλίτσα κι έφυγε. Δεν ειδοποίησε κανέναν.
Τα κανάλια παρουσιάσανε το φευγιό του όπως τους βόλευε. «Έφυγε γιατί τον είχαν φοβίσει οι τρομοκράτες». Αλλά εκείνος ήξερε την αλήθεια. Γύρισε στο φάρο του και δεν έφυγε από εκεί παρά μόνο για να μιλήσει για το φεγγάρι που πέρασε μπροστά στις κάμερες. Έβρισε όλους αυτούς τους χαρτογιακάδες με το χειρότερο τρόπο. Ζήτησε συγγνώμη από τη χήρα και τα παιδιά του συνδικαλιστή. Απολογήθηκε στους παλιούς του θεατές για το ότι τους χάιδευε τα αυτιά. Και είπε πως αφού δεν μπορούσε να αλλάξει το σύστημα, ας έμενε έξω από αυτό.

Η συνέντευξή του προκάλεσε αίσθηση και γέννησε έναν καινούριο κύκλο ενδιαφέροντος για αυτόν τον παράξενο άνθρωπο. Μέσα σ’ όλα του έγινε καινούρια πρόταση για εκπομπή. Στον άνθρωπο που τον πήρε τηλέφωνο για να του το προτείνει ο κυρ-Στάμος δεν απάντησε. Έδωσε μια στο κινητό του κι αυτό τσακίστηκε στα βράχια, εκεί που σπάγανε τα κύματα, λίγα βήματα από τον παλιό, όμορφο φάρο. 

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

ΚΑΤ̕ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

Ονομάστηκε νόσος των αγίων, επειδή εντοπίστηκε για πρώτη φορά σε μοναστήρια. Ήταν μια παραλλαγή της γρίπης, θανατηφόρα, όμως, και μόλις την πήρανε χαμπάρι οι δημοσιογράφοι, έσπευσαν να τρομοκρατήσουνε τα πλήθη. Αμέσως άρχισε να γίνεται λόγος για τη νέα επικίνδυνη επιδημία, που θα μπορούσε να μειώσει δραματικά τον πληθυσμό της γης, που θα μπορούσε να εξοντώσει όχι μόνο τις ευπαθείς αλλά και τις πιο εύρωστες ομάδες του ανθρώπινου είδους. Έπειτα άρχισαν οι συνομωσιολογίες: ήταν, λέει μια αρρώστια που είχαν εφεύρει οι σκοτεινές δυνάμεις για να ξεπαστρέψουν τους ανεπιθύμητους – ή μήπως ήταν μια νόσος που είχε στείλει ο Θεός για να δοκιμάσει την πίστη μας;  
            Μια τέτοια ιστορία δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τον Νίκο Τσάτσο. Ένας άνθρωπος που έσπευδε να σπείρει τον πανικό ακόμα κι αν καθυστερούσαν μια μέρα οι πληρωμές των συντάξεων, που έβαζε μουσική θρίλερ σε ρεπορτάζ που αφορούσαν στην αυξημένη κίνηση στους δρόμους, που έκανε λόγο για επικείμενη καταστροφή, αν δύο παγκόσμιοι ηγέτες δεν μιλούσαν μεταξύ τους για πάνω από πέντε λεπτά σε μια διεθνή συνδιάσκεψη, βρήκε στη μοναστηριακή νόσο, μια τέλεια ευκαιρία να επιδείξει – και να αναδείξει – το ταλέντο του στο να βγάζει από τη μύγα ξύγκι.
            Άρχισε, λοιπόν, να μιλά για τη νέα πανούκλα. «Να προσέχετε. Μην βγαίνετε από τα σπίτια σας χωρίς λόγο. Αποφύγετε τις χειραψίες. Μην μπαίνετε σε ασανσέρ. Να πλένετε τα χέρια σας με ειδικό σαπούνι. Μαζέψτε φαγητό στο σπίτι σας. Μην πίνετε νερό από δημόσιες βρύσες. Προμηθευτείτε εμβόλια κοινής έστω γρίπης. Τα αποθέματα σε εμβόλια κοινής γρίπης τελειώνουν – τι κάνει η πολιτεία γι̕  αυτό; Που είναι το κράτος; Γιατί αδιαφορεί; Τι μας κρύβουν;» 
            Παράλληλα περίμενε πότε θα εμφανιζόταν το πρώτο κρούσμα του ιού στην Ελλάδα. Διόρθωση: δεν το περίμενε απλώς. Έψαχνε παντού να το ανακαλύψει. Άμα αρρώσταινε κάνας τουρίστας, έβγαινε αμέσως να πει πως η νόσος είχε φτάσει στην Ελλάδα (μα πού είναι το κράτος;). Όμως:
            Ο Ιάπωνας τουρίστας που μπήκε στο νοσοκομείο με πυρετό, είχε απλώς γρίπη.
            Ο Έλληνας που είχε ταξιδέψει στη Νέα Ζηλανδία, κι έδειχνε καταπονημένος, είχε ζαλιστεί από το τζετ λαγκ.
            Ο Αμερικανός μέτοικος που νοσηλεύτηκε με βαριά συμπτώματα είχε καρκίνο.
            Τζίφος, τζίφος, τζίφος.
            Τι θα γίνει, ρε νόσε των αγίων; Θα μας κάνεις τη χάρη να εμφανιστείς και στα μέρη μας; Μικρέ, ψάξ̕  το καλύτερα. Εσύ, πάρε σβάρνα όλα τα νοσοκομεία. Δεν με νοιάζει αν έχεις κατάκοιτη μάνα να φροντίσεις. Φοιτητριούλα που κάνεις την πρακτική σου, θέλω πιο ζουμερά νέα από το εξωτερικό. Άντε, άντε, ρεμάλια, βρείτε μου κάτι, μπας και φοβίσω λίγο τον κοσμάκη στο δελτίο των οχτώ.
            Εν τω μεταξύ, πλησίαζε η σύνοδος των G8 στην Ελβετία. Το κανάλι αποφάσισε να πάει να την καλύψει ο Τσάτσος.
            -Και ποιος θα παρουσιάζει το δελτίο, ρε παιδιά;
            -Ψήνεται κάτι καλό. Θέλουμε να πας να βγάλεις λαυράκι.
            Πήγε. Τίποτα συγκλονιστικό. Έψαξε παντού, έβγαλε από την μύγα ξύγκι, έσπειρε ψευδείς φήμες, επινόησε γεγονότα που δεν είχαν συμβεί ούτε κατά διάνοια, αλλά τίποτα. Το μεγάλο νέο δεν ήρθε ποτέ.
            Πέρασε καλά, πάντως, στην Ελβετία. Χαλάρωσε κάπως. Τα βράδια έβγαινε στις μπυραρίες, έπινε, κουβέντιαζε με μεγαλοκαρχαρίες από ευρωπαϊκά κι αμερικάνικα κανάλια, φλέρταρε με ξανθούλες συναδέλφισσές του.
Ενημερωνόταν, όμως, και για τη νόσο των αγίων. Ευτυχώς, δεν είχε φτάσει ακόμα στην Ελλάδα όσο εκείνος έλειπε. Μπορούσε, λοιπόν, να ελέγξει την κατάσταση, να τη φέρει εκεί που ήθελε εκείνος.
Έφυγε από την Ελβετία ένα βράδυ Κυριακής. Τη Δευτέρα πήγε στη δουλειά, χωρίς, όμως, να νοιώθει καλά. Απέδωσε τη δυσφορία του στο ότι δεν είχε κοιμηθεί καλά το βράδυ, και, μάλιστα, ύστερα από ταξίδι. Συνέχισε να δουλεύει. Το μεσημέρι, η φοιτητριούλα που έκανε την πρακτική της, του έφερε είδηση πως ένας Νορβηγός τουρίστας νοσηλευόταν με πυρετό και έντονη ζαλάδα στον Ευαγγελισμό. 
Ο Τσάτσος ήταν σίγουρος πως είχαν πετύχει διάνα.
-Το νου σας, μη μαθευτεί παραέξω. Πρέπει να έχουμε την αποκλειστικότητα.
Έστειλε στο νοσοκομείο τον Κοράκη, τον πιο έμπιστό του – δηλαδή, τον πιο γλοιώδη – συνεργάτη. Εν τω μεταξύ, ο ίδιος ένοιωθε όλο και πιο χάλια. Το πάλεψε, όμως, γιατί μάλλον θα χρειαζόταν να βγάλει έκτακτο.
Ο Κοράκης άργησε να επιστρέψει. Τα νέα που έφερνε από το νοσοκομείο δεν ήταν τα αναμενόμενα. Οι γιατροί είχαν πολλές ενδείξεις, αλλά καμιά απόδειξη, πως ο Νορβηγός είχε προσβληθεί από τη νέα νόσο. Ακόμα κι αυτό όμως, ήταν αρκετό για τον Τσάτσο. Ήταν σαν να του έλεγαν πως η νόσος επιτέλους έκανε την εμφάνισή της και στην Ελλάδα.
-Βγάζουμε έκτακτο, είπε στους συνεργάτες του. Συνεννοηθείτε με τους πάνω.
Έγιναν οι απαραίτητες συνεννοήσεις, και, δέκα λεπτά αργότερα, ο Τσάτσος ήταν έτοιμος να εκφωνήσει ο ίδιος το έκτακτο δελτίο.
Μόνο που δεν ένοιωθε καλά. Διέσχισε τον διάδρομο που οδηγούσε στο κεντρικό στούντιο κι ένοιωθε να εξαντλείται. Κάθισε στην καρέκλα του παρουσιαστή κι η μακιγιέζ του είπε πως ήταν μούσκεμα.
-Να κόψεις τον λαιμό σου να εξαφανίσεις τον ιδρώτα, τότε, ήταν η απάντησή του. 
Η γυναίκα προσπάθησε και κάτι κουτσοκατάφερε. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τη ζαλάδα που ένοιωθε ο Τσάτσος – άλλωστε, ο παρουσιαστής την κράταγε κρυφή.
Του έκαναν σήμα. Πέντε, τέσσερα, τρία, δύο, ένα.
-Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, παρουσιάστηκε σήμερα το πρώτο κρούσμα της αποκαλούμενης νόσου των αγίων…
Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Δεν του έβγαιναν οι λέξεις. Ήταν σαν ο λαιμός του να είχε κλείσει και το στόμα του να είχε στεγνώσει. Κι έπειτα ήταν κι αυτό το σκοτάδι. Δελτίο έχουμε, γιατί σβήσατε τα φώτα, ηλίθιοι;
Ξύπνησε σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Από πάνω του στέκονταν δύο γιατροί. Έξω από το δωμάτιο είδε τον Κοράκη και τη φοιτητριούλα. Οι γιατροί φορούσαν μάσκες και γάντια. Οι άλλοι δύο δεν τολμούσαν να μπουν πιο μέσα.
Ο Τσάτσος κατάλαβε, αλλά άφησε τον έναν από τους δύο γιατρούς να του το ξεφουρνίσει και επίσημα.
-Κύριε Τσάτσο, θέλω να επιδείξετε ψυχραιμία. Μετά από εξονυχιστικές εξετάσεις, μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως έχετε προσβληθεί από τον ιό DSSD-737636, την κοινώς λεγόμενη νόσο των αγίων. Θα μείνετε σε καραντίνα μέχρι να νοιώσετε καλύτερα.
-Ή μέχρι να πεθάνω, έκανε ο Τσάτσος.
Οι γιατροί δεν ήξεραν τι να απαντήσουν. Έκαναν να φύγουν, αλλά ο ασθενής τους τούς σταμάτησε.
-Σας παρακαλώ, φωνάξτε μου τους συνεργάτες μου.
-Είστε σίγουρος;
-Φορέστε τους μάσκες και γάντια. Έχω να τους πω κάτι σημαντικό.
Δεν έλεγες εύκολα όχι σε ολόκληρο Νίκο Τσάτσο. Έχοντας λάβει τις απαραίτητες προφυλάξεις, οι δύο συνεργάτες του Τσάτσου πέρασαν στο εσωτερικό του δωματίου. Ο Κοράκης έδειχνε σκεφτικός. Η φοιτητριούλα, που ο Τσάτσος ποτέ δεν θυμόταν το όνομά της, έδειχνε έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
Ήταν ο Κοράκης που μίλησε πρώτος.
-Νίκο, λυπάμαι πολύ…
Ο Τσάτσος τον διέκοψε.
-Τι λυπάσαι, ανόητε;
Ο Κοράκης τον κοίταξε απορημένος.
-Δεν καταλαβαίνετε τι ευκαιρία μας παρουσιάστηκε;
Οι άλλοι δύο δεν χαμπάριαζαν.
-Θα καλύψουμε αποκλειστικά το πρώτο κρούσμα της επιδημίας στην Ελλάδα.
Οι άλλοι δύο νόμιζαν πως τον είχε πιάσει παραλήρημα.
-Το εννοώ. Δεν με τρέλανε η αρρώστια. Συνεννοηθείτε με το κανάλι να φέρουμε κάμερες. Θα στήσουμε μικροκάμερες παντού στο δωμάτιο και θα έχω και ένα λάπτοπ με γουέμπ καμ, εδώ, μπροστά μου.
Όταν κατάλαβε πως ο προϊστάμενός του το εννοούσε, ο Κοράκης μετέφερε την ιδέα στα μεγάλα κεφάλια του καναλιού. Εκείνοι βρήκαν το κόνσπεπτ εξαιρετικό. Συνεννοήθηκαν με τους ανθρώπους του νοσοκομείου (των οποίων η αντίσταση κάμφθηκε χάρη σε μια γερή δωρεά) και η ιδέα μπήκε σε εφαρμογή. Στήθηκαν κάμερες ασφαλείας και μικρόφωνα σε διάφορες γωνιές του δωματίου. Έφεραν ένα λάπτοπ στον Τσάτσο. Επέλεξαν συγκεκριμένες – εμφανίσιμες – νοσοκόμες για να τον φροντίζουν. Τέλος, έβαλαν σεκιουριτάδες έξω από το δωμάτιό του, για να μην πλησιάζει κανένα αδιάκριτο μάτι.        
Το πρόγραμμα (που ονομάστηκε «Νόσος των Αγίων: Το Πρώτο Κρούσμα» - ο Νορβηγός την είχε τελικά γλυτώσει) έβγαινε κάθε δύο ώρες, συν τα ρεπορτάζ στα δελτία ειδήσεων. Τα βίντεο που ετοίμαζε ο Τσάτσος, σε συνεργασία με τον Κοράκη, αφορούσαν τα πάντα. Αυξομειώσεις στη θερμοκρασία του σώματος, λήψεις φαρμάκων, αλλαγές ορού, εξετάσεις αίματος, επισκέψεις γιατρών, σκέψεις του Τσάτσου γύρω από τα νοσοκομεία και το σύστημα υγείας, σχόλια πάνω στην καθημερινότητα, φλερτ με τις μορφονιές νοσοκόμες. Όταν τα πράματα πήγαιναν καλά, ο Τσάτσος ευχαριστούσε τον Θεό και τους γιατρούς. Όταν πήγαιναν άσχημα, κατήγγελλε το σύστημα υγείας, αλλά πέταγε και την ατάκα «πρέπει να φανώ δυνατός» ή «η αγάπη σας μου δίνει κουράγιο».
Ό,τι κι αν λένε για τους Έλληνες γιατρούς, αυτοί που είχαν αναλάβει τον Τσάτσο, τον κούραραν καλά. Η υγεία του έδειχνε να πηγαίνει καλύτερα – κι αυτό δεν του ήταν καθόλου ευχάριστο. Ο Τσάτσος ήθελε να υποφέρει, προκειμένου να αυξήσει με αυτόν τον τρόπο την θεαματικότητα της νέας του εκπομπής.
Τι θα μπορούσε να κάνει για να φέρει τα πάνω κάτω; Κάποιος τρόπος πρέπει να υπήρχε. Το σκεφτόταν για ώρες ένα πρωί, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε στο δωμάτιο μια από τις καλλονές νοσοκόμες. Τον πλησίασε, άπλωσε το λεπτεπίλεπτο χέρι της και του έδωσε ένα από τα χαπάκια που αποτελούσαν μέρος της φαρμακευτικής του αγωγής.
-Έτσι, για να μου γίνετε ακόμα καλύτερα, του είπε, προσφέροντάς του το.
Ο Τσάτσος το πήρε και το έβαλε στο στόμα του. Προτού, όμως, προλάβει να το καταπιεί, ανέλυσε στο μυαλό του από την αρχή την ατάκα της νοσοκόμας. Αν το να πάρει το χάπι, σήμαινε πως θα γινόταν καλύτερα, άρα το να μην το πάρει, σήμαινε πως θα χειροτέρευε. Κι αυτό ακριβώς ήταν που ήθελε: να υποτροπιάσει.
Έβαλε, λοιπόν, το χάπι στο στόμα του, αλλά δεν το κατάπιε, ούτε αυτό ούτε τα επόμενα που του φέρανε μέσα στην ημέρα. Και όταν πια βράδιασε, έκανε κάτι ακόμα χειρότερο: έβγαλε τον ορό. Έμεινε σχεδόν ένα εικοσιτετράωρο χωρίς φάρμακα συν κάνα οχτάωρο χωρίς ορό. Η κατάστασή του, φυσικά, χειροτέρεψε.
Οι γιατροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν το γιατί. μπορούσαν μόνο να του ανακοινώσουν πως τα πράγματα είχαν ξαφνικά σκουρύνει.
-Θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε, του είπαν.
-Τι να πω; έκανε εκείνος. Ο Θεός να βάλει το χέρι του.
Με δυσκολία συγκρατούσε τα γέλια του. Δεν είχε βιώσει ξανά τέτοια ευτυχία. Ό,τι κι αν του έλεγαν οι γιατροί, αυτός ήταν αποφασισμένος να κάνει το αντίθετο. Με αυτόν τον τρόπο, χειροτέρευε όλο και περισσότερο.
Ήταν πια στα τελευταία του, κι η εκπομπή είχε σαρώσει. Από ώρα σε ώρα, τον περίμεναν να πεθάνει. Το κανάλι διέκοπτε συνεχώς για έκτακτα δελτία. Το πρόγραμμα του Τσάτσου μεταδιδόταν λάιβ όλο το εικοσιτετράωρο στο ίντερνετ. Όλοι κρέμονταν από τις οθόνες τους, προσδοκώντας ταυτόχρονα και μιαν ανάταση και το μοιραίο τέλος. Ο Τσάτσος είχε βρει τον τρόπο να καννιβαλίσει τον εαυτό του.
Από ώρα σε ώρα, από λεπτό σε λεπτό. Ο ήρωας της ενημέρωσης, ο άνθρωπος που έβαλε το δημόσιο συμφέρον πάνω από τη βολή του.
Τι ήταν αυτό που έφταιγε, αναρωτιόντουσαν οι γιατροί. Συνέχιζαν να του χορηγούν φάρμακα, συνέχισαν να του μετράνε την πίεση και τη θερμοκρασία. Τα πράματα όλο και χειροτέρευαν.
Τους φέρανε ένα καινούριο, πειραματικό φάρμακο, μπας και κατάφερναν τίποτα. Στείλανε μια από τις νοσοκόμες στο δωμάτιό του να του το χορηγήσει με ένεση. Στο διάδρομο, η νοσοκόμα συνάντησε τη φοιτητριούλα που ο Τσάτσος δεν θυμόταν το όνομά της.
-Πού πας; ρώτησε από περιέργεια η φοιτήτρια.
-Πάω να του δώσω ένα καινούριο φάρμακο.
-Μα, νόμιζα πως είχατε συμφωνήσει να μην του δίνετε φάρμακα.
-Είχαμε… τι εννοείς;
-Για τη θεαματικότητα. Πως είχατε συμφωνήσει να μην του δίνετε φάρμακα για να χειροτερέψει και να ανέβει η θεαματικότητα της εκπομπής.
Η νοσοκόμα έμεινε άναυδη. Έτρεξε στο γραφείο των γιατρών.
Όταν λύθηκε πια το μυστήριο της επιδείνωσης, οι γιατροί μπόρεσαν να κάνουν τη δουλειά τους σωστά. Τέλος οι κάμερες και τα λάπτοπ και οι ζωντανές συνδέσεις. Τώρα πια, μόνο καλή ιατρική δουλειά.
Ο Τσάτσος βγήκε ζωντανός. Ο ιατρικός σύλλογος Αθηνών του έκανε μήνυση για δυσφήμιση, αλλά κάπως κατάφερε να γλυτώσει. Όλοι του λέγανε «μπράβο που τα κατάφερες», αλλά εκείνον δεν τον ένοιαζαν οι έπαινοι για την υγεία του. Τον ένοιαζε μόνο που είχε χάσει το απόλυτο λαυράκι. Είχε αποτύχει να πεθάνει και, πεθαίνοντας, να κατακτήσει την μεγαλύτερη αποκλειστικότητα στην ιστορία της τηλεόρασης: ένα θάνατο σε ζωντανή μετάδοση. Εν τω μεταξύ, βρέθηκε η θεραπεία για τη νόσο των αγίων και το όλο θέμα πέρασε στη λήθη. Όχι, όμως, για τον Τσάτσο. Ο Τσάτσος ζούσε για τη στιγμή που θα εμφανιζόταν η επόμενη επιδημία. Τότε, θα έκανε τα αδύνατα δυνατά για να κολλήσει και να πεθάνει σε αποκλειστικό ρεπορτάζ.   

                  

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Παρουσίαση Ελληνικής Ασφυξίας

Σας προσκαλούμε στο βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων των Συναδέλφων, την Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013, στις εφτά το απόγευμα, στην παρουσίαση του βιβλίου «Ελληνική Ασφυξία» του Ηλία Νίσαρη. Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο επιμελητής Παναγιώτης Σουλτάνης και ο συγγραφέας.

Εκδόσεις των Συναδέλφων, Ερεσσού 35, Εξάρχεια

«Ο πατέρας μου κι η μητέρα μου ήταν οι καλύτεροι άνθρωποι που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου, και, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι χειρότεροι γονείς». Ο Παντελής έφερνε συχνά στο μυαλό του αυτή τη φράση από το μοναδικό ώς τότε βιβλίο του μικρότερου γιου του, ξέροντας πως, παρόλο που αναφερόταν σε δύο φανταστικούς χαρακτήρες –τον Μάκη και την Κοραλία Παπασταύρου-, είχε στην πραγματικότητα γραφτεί για εκείνον και τη γυναίκα του. Είχε διαβάσει ξανά και ξανά το μυθιστόρημα, που τιτλοφορούνταν Το Μαμόθρεφτο (αν και ο Παντελής γνώριζε πως ο τίτλος εργασίας ήταν Εξομολογήσεις ενός μπουχέσα), επιχειρώντας να βρει κάποιο λογικό έρεισμα στα παράπονα –τις καταγγελίες– του γιου του, προσπαθώντας να καταλάβει τι τον είχε οδηγήσει να γράψει ένα τόσο πικρόχολο, κυνικό, αηδιαστικό εν τέλει κείμενο, που παρουσίαζε τους γονείς σαν δυο κτήνη που δεν είχαν την παραμικρή αναστολή να καταστρέψουν τη ζωή του παιδιού τους. Τελικά, ύστερα από αλλεπάλληλες αναγνώσεις, είχε αποφασίσει να ξεμπερδεύει με το κωλοβιβλίο και είχε κρύψει το αντίτυπό του –αντίτυπο που το είχε αγοράσει από μόνος του, καθώς, είτε από τύψεις είτε από αδιαφορία, ο γιος του δεν του είχε στείλει ένα από τα τεμάχια που του είχε προμηθεύσει δωρεάν ο εκδοτικός του οίκος– στην αποθήκη του σπιτιού του κοντά στα Γιάννενα, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια, μη θέλοντας να το αντικρύζει, αλλά μην έχοντας και το θάρρος να καταστρέψει κάτι που ο γιος του, ο Στελάκης του, είχε μοχθήσει τόσο για να δημιουργήσει.»