Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για τον Ρέιμοντ Κάρβερ

Είναι άσκοπο να αναλύσει κανείς εκ νέου την ανθρωπογεωγραφία (αν αυτός είναι ο σωστός όρος) των κειμένων του Ρέιμοντ Κάρβερ. Είναι κι αυτή φυσικά μια σημαντική πτυχή της τέχνης του – αλλά πιο σημαντική είναι η ίδια η τεχνική του. Το θέμα με τον Κάρβερ είναι το εξής: όλα τα διηγήματά του που περιέχονται στον υπό εξέταση τόμο (Για τι πράγμα μιλάμε, όταν μιλάμε για αγάπη – Μτφρ. Γιάννης Τζώρτζης, Εκδόσεις Απόπειρα, 1993) ανοίγουν με ένα αριστοτεχνικά αξιομνημόνευτο τρόπο. Και όλα τους κλείνουν με έναν τρόπο άλλοτε άχαρο, άλλοτε υπερβολικά αόριστο, άλλοτε απλώς διφορούμενο.
    Αλλά το θέμα είναι τι συμβαίνει ανάμεσα στην αρχή και το τέλος. Πόσα διακυβεύονται, πόσα διακινδυνεύονται, πόσα μένουν ανείπωτα, πόσα βαραίνουν τους ήρωες – και, βέβαια, πόσα όντως συμβαίνουν, πόσα όντως λέγονται, πόσες μικρές ή μεγάλες τραγωδίες. Αν η πραγματική ζωή δεν προσφέρει πάντοτε λύσεις, αλλά συχνότατα μόνο μια διαρκή γεύση πικρίας ή απογοήτευσης ή απορίας, γιατί να το προσφέρουν αυτά – ή οποιαδήποτε άλλα διηγήματα;
    Υπάρχουν σε αυτά εδώ τα κείμενα φράσεις που σε καρφώνουν στον τοίχο, άλλοτε με τη βαθιά ανθρωπιά τους, άλλοτε με τη μαυρίλα τους, άλλοτε με το παράλογο ή τη βαναυσότητα που εκφράζουν. Και, μάλιστα εκεί που δεν το περιμένεις, εκεί που νομίζεις πως κάτι άλλο έχει κατά νου ο συγγραφέας: «Πέφτω στα γόνατα και ικετεύω. Κι όμως σκέφτομαι τη Χουανίτα». «Όταν κάθομαι και το σκέφτομαι, βλέπω πως όλες τις σημαντικές αποφάσεις μας τις πήραμε πίνοντας» (Εξοχικό περίπτερο). «Είδε ένα αμάξι να σταματάει και μια γυναίκα με μακρύ παλτό να μπαίνει μέσα. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της πως ήταν αυτή η γυναίκα. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της πως έφευγε μακριά από δω, για κάποιο άλλο μέρος» (η μητέρα ενός χτυπημένου από αμάξι μαθητή, στο διήγημα Το Μπάνιο). «Είμαι εκεί μέσα, τα μάτια ανοιχτά, το πρόσωπο προς τα κάτω, κοιτάζοντας τα μούσκλια στο νερό, νεκρή». «Ο Στιούαρτ πιστεύει πως μ’ άφησε να κοιμάμαι σήμερα το πρωί» (Τόσο πολύ νερό κοντά στο σπίτι). Και ούτω καθεξής, και ούτω καθεξής.
     Όσο για τις περιγραφές του Κάρβερ – μιας και περί τεχνικής ο λόγος -, αυτές είναι λιτές, σχεδόν αντιλογοτεχνικές, αλλά καίριες παρόλα αυτά, περιγραφές που βρίσκεις μόνο στην αμερικανική πρόζα. Δεν υπάρχει καλλωπισμός, δεν υπάρχει γλαφυρότητα. Υπάρχει μόνο το αντικείμενο, το περιβάλλον, η κατάσταση και ο πιο ευθύς και ακριβής τρόπος για να τα περιγράψεις.
     Γενικά, το «Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για την αγάπη» είναι ένα βιβλίο λιτό, μελαγχολικό, ενίοτε ανατριχιαστικό. Δεν είναι ένα βιβλίο για ανθρώπους που (όπως ο υποφαινόμενος) αγαπούν τις αφηγήσεις που καταλήγουν κάπου, έστω και σ’ ένα τέλος διφορούμενο. Αλλά, φυσικά, δεν είναι ολότελα αβάσιμο το κλισέ που θέλει το ίδιο το ταξίδι να είναι πιο σημαντικό από τον προορισμό.


Και λίγα λόγια για τον μεταφραστή: Πριν από δέκα χρόνια, είχα παρευρεθεί σε μια εκδήλωση-παρουσίαση της ελληνικής μετάφρασης των απομνημονευμάτων του Μπομπ Ντύλαν. Για το βιβλίο μίλησαν η μία εκ των δύο μεταφραστριών, η Χίλντα Παπαδημητρίου, βαθιά γνώστης και του ίδιου του βιβλίου (προφανώς) και του έργου του Ντύλαν γενικότερα, ο δημοσιογράφος της Ελευθεροτυπίας Χρήστος Μιχαηλίδης (ο οποίος περιορίστηκε στην περίοδο μέχρι το The Times They Are A-Changin’) κι ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος είχε να πει, εκτός των άλλων, πως οι βασικές επιρροές του Ντύλαν ήταν η ιρλανδική μουσική και η μουσική των Εβραίων της Οδησσού – συγκεκριμένα της Οδησσού, άλλο που π.χ. λίγο πριν είχαμε παρακολουθήσει, κοινό και ομιλητές, τον Ντύλαν, στο κλασσικό ντοκιμαντέρ του D.A. Pennebaker, να ερμηνεύει όχι ένα, αλλά δύο country τραγούδια του Χανκ Γουίλιαμς.

     Αλλά υπήρχε κι ένας τέταρτος ομιλητής, ένας μάλλον ντροπαλός άνθρωπος, με λόγο, όμως, μεστό και συγκροτημένο, που έδειχνε να γνωρίζει σε βάθος το έργο του τιμωμένου προσώπου και που μίλησε επί της ουσίας, και για μουσική και για γράψιμο. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Γιάννης Τζώρτζης, που, εκτός από μεταφραστής κάμποσων διηγημάτων του Κάρβερ, εκτός από λογοτέχνης ο ίδιος, είναι κι ο άνθρωπος που έχει γράψει το πλέον αξιόλογο ελληνικό βιβλίο με θέμα τον κατεξοχήν τραγουδιστή-τραγουδοποιό, το «Μπομπ Ντύλαν – Ένα όχημα». Η τέχνη της μετάφρασης, η ελληνική λογοτεχνία κι η ελληνική μουσικολογία (με την ευρύτερη έννοια) χρειάζονται περισσότερους ανθρώπους σαν αυτόν. 

Ιστορίες απ' το κέντρο και το έκκεντρο

(Φωτογραφίες από τις τελευταίες 30 μέρες, κυρίως στο κέντρο)



(δεν είναι θέμα μεγέθους)


(η ειλικρίνεια είναι μισή αρχοντιά)












(Street Installation, ανωνύμου)


(ξανά)



περισσότερα εδώ


(από τα ωραιότερα στενά της Νεάπολης)



(ψευτοκαλλιτεχνική φωτογραφία για ίνσταγκραμ, μόνο που δεν έχω)












https://www.youtube.com/watch?v=ju_UUxRoG2Q


(και λοιπούς αποφοίτους ΕΜΜΕ)







Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Αντίο, αντικειμενικότητα

Είδα πριν λίγη ώρα στην τηλεόραση -καθυστερημένα και τυχαία- την περιβόητη επίπληξη της Ζωής Κωνσταντοπούλου προς τον αστυνομικό. Η επίπληξη αυτή, εκτός του ότι δεν θα μπορούσε καν να χαρακτηριστεί τέτοια, καθώς εκτυλίχτηκε σε πολύ ήπιο τόνο και από τις δύο πλευρές, αφορούσε ένα συγκεκριμένο ζήτημα, αυτό της έλλειψης πρόσβασης προς τη Βουλή εξαιτίας των αστυνομικών οχημάτων και την παράλειψη της Αστυνομίας να ενημερώσει την αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου ως προς αυτό. Άρα το όλο συμβάν αφορούσε εκατό τοις εκατό τη δικαιοδοσία της κυρίας Κωνσταντοπούλου. Το θέμα είναι πως στο ρεπορτάζ κατά το οποίο προβλήθηκε το footage από τη συνδιαλλαγή Κωνσταντοπούλου-αστυνομικού κυριαρχούσαν, όλως τυχαίως, οι δηλώσεις διαφόρων εκπροσώπων των εργαζομένων της αστυνομίας, ένα άνευ προηγουμένου εγκώμιο στον περί ου ο λόγος αστυνομικό (ίσως και να το αξίζει, αλλά δεν είναι αυτή η αιτία που ο ρεπόρτερ συνέθεσε αυτό τον ύμνο) και, βέβαια, ο δηκτικός απέναντι στην Πρόεδρο της Βουλής τόνος του δημοσιογράφου - ο οποίος έφτασε στο σημείο να υπαινιχθεί πως οι κάμερες (τηλεοπτικές και κινητών τηλεφώνων) που κατέγραψαν το γεγονός δεν βρίσκονταν τυχαία εκεί, πως, δηλαδή, όλα αυτά η κυρία Κωνσταντοπούλου τα έκανε είτε από κακότητα είτε για το θεαθήναι. Αντικειμενικότητα, ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει.

Τρίτη 19 Μαΐου 2015

Αποσπάσματα από διηγήματα που ίσως δεν δημοσιευτούν ποτέ - Ι

"Έπρεπε να περάσουν χρόνια ώσπου να καταλάβω πως ο λόγος που καμπούριαζα δεν ήταν η αγυμνασιά μου, αλλά το γεγονός ότι ένοιωθα –ασυνείδητα– πως, ως άλλος Άτλας, κουβαλούσα στους ώμους μου όλο το βάρος του κόσμου. Αυτής της συνειδητοποίησης ακολούθησαν εβδομάδες επιπλήξεων από και προς τον εαυτό μου και, τελικά, η απόφαση να ορθώσω, κατά το κοινώς λεγόμενον, το ανάστημά μου. Δεν ήταν εύκολο, βέβαια. Τις περισσότερες φορές ξεχνιόμουν και ξανάπεφτα στα χαμηλά, διέσχιζα τους δρόμους αυτής της μουντής πόλης, σκύβοντας σαν άτολμος ραγιάς. Μέχρι που βαρέθηκα και να προσπαθώ ακόμα, κι επέστρεψα ολοκληρωτικά στο θλιβερό μεν αλλά και βολικό  κύρτωμα. Έχανα πόντους στην αισθητική αλλά κέρδιζα στην ευκολία. Η γνώμη των άλλων δεν με ενδιέφερε. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν η βολή μου, η επιθυμία να μην παραστρατήσω από τις συνήθειές μου, έστω κι αν αυτές ήταν κακές. Ώσπου, μια μέρα, καθ’ οδόν για ένα πολύ σημαντικό επαγγελματικό τραπέζι, είδα το είδωλό μου στην τζαμαρία ενός κτηρίου και φρικίασα."

(Η σκιά)

"Καθυστερούσε, λοιπόν, για τον απλούστατο λόγο πως ήλπιζε να δημιουργήσει έτσι θόρυβο γύρω από το όνομά του. Τον εξιτάριζε πολύ η σκέψη πως, ενώ περίμεναν να εμφανιστεί, οι φοιτητές του θα μιλούσαν συνέχεια γι’αυτόν, θα αναρωτιόντουσαν μεταξύ τους πού ήταν και γιατί αργούσε, θα ανησυχούσαν, θα γκρίνιαζαν, θα κοίταζαν συνεχώς προς την πόρτα, ελπίζοντας να εμφανιστεί, θα τον έβριζαν˙ κοινώς, θα ασχολούνταν μαζί του." 


(Το μεγάλο σχέδιο του κυρίου καθηγητή)


"Πριν από μερικά χρόνια, χρειάστηκε να επισκεφτώ μια ψυχιατρική κλινική, κάπου στα βόρεια προάστια. Στο ίδρυμα αυτό φιλοξενούνταν, από τότε που είχε καταρρεύσει μπροστά σε όλη την οικογένεια, η μοναχική, υπερευαίσθητη -και ιδιαίτερα ευκατάστατη- ξαδέρφη της μάνας μου. Χωρίς να θέλω να φανώ υπερόπτης, ήμουν ο μόνος που είχε μπει στον κόπο να πάει να τη δει, αντί να προσποιείται πως, πολύ απλά, είχε πάψει να υπάρχει.
     Θα μπορούσα, βέβαια, να το ’χω αποφύγει, όπως και όλοι οι υπόλοιποι˙ ήταν μια μάλλον άσχημη περίοδος της ζωής μου, και η επίσκεψη σ’ ένα τέτοιο μέρος μόνο ζοφερές σκέψεις θα μπορούσε να μου γεννήσει. Από την άλλη, όμως, ένιωθα πως κάτι με τραβούσε εκεί, πέρα από την υποχρέωση που είχα στη θεία μου, μια περιέργεια σαν αυτή που έλκει τα παιδιά προς μια πόρτα που τους έχει απαγορευτεί να ανοίξουν."

(Νόρμαν) 



Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Ένα ψηφιακό κείμενο για ένα Ψηφιακό Νάρκισσο

«Αφηγηματικό τέμπο», «οικονομία του λόγου», «λοξή ματιά στην πραγματικότητα»: μερικά από τα πράγματα που επικαλούνται οι (έλληνες, κυρίως) κριτικοί προκειμένου να εκθειάσουν ένα λογοτέχνη. Και το ίδιο το γράψιμο; Η ίδια η ικανότητα να εκφράζεσαι στο χαρτί, να φτιάχνεις προτάσεις όμορφες, άρτιες, γλωσσικά και νοηματικά πλούσιες που να δένουν αρμονικά η μία με την άλλη και να συνθέτουν μια αφήγηση πυκνή και με συνοχή; Δεν μετράει καθόλου; Ή μήπως θεωρείται τόσο δεδομένη που δεν χρειάζεται να την αναφέρουμε καν;
            Ούτε δεδομένη είναι, ούτε μπορεί να εντοπιστεί σε τόσα πολλά βιβλία. Δεν είναι και τόσοι πολλοί οι έλληνες λογοτέχνες που το κατορθώνουν αυτό το τόσο στοιχειώδες πράγμα και οι έλληνες κριτικοί που το παρατηρούν. Το έχω γράψει και αλλού, πως πραγματικός συγγραφέας είναι πάνω από όλα αυτός που ξέρει να φτιάχνει μια ωραία πρόταση. Αυτός που έχει κατακτήσει καταρχήν τη μορφή. Γι’ αυτό οι περιπτώσεις ελλήνων συγγραφέων με πραγματική τεχνική θα έπρεπε να ξεχωρίζουν και να τυγχάνουν της προσοχής που τους αξίζει.
            Ο Γιώργος Λαμπράκος είναι ένας από αυτούς. Διαβάζοντας τη συλλογή διηγημάτων του «Ψηφιακός Νάρκισσος» (εγώ, προσωπικά, ερχόμουν για πρώτη φορά αντιμέτωπος με κείμενά του), αυτό που καταλαβαίνεις πριν από όλα είναι πως ο άνθρωπος αυτός ξέρει να γράφει. Η γραφή του είναι συγκροτημένη, με συνοχή, πυκνή και οξυδερκής. Μετά έρχονται όλα τα άλλα.
            Και το ευτυχές είναι πως «όλα τα άλλα» είναι επίσης αξιόλογα και αξιοπρόσεκτα. Οι ιστορίες της εν λόγω συλλογής βρίθουν ευρηματικότητας και «λοξής ματιάς στην πραγματικότητα» αλλά και φιλοσοφικών, λογοτεχνικών, μυθολογικών και επιστημονικών αναφορών (σίγουρα, δεν του έκανε κακό του συγγραφέα ότι βγάζει το ψωμί του μεταφράζοντας κυρίως επιστημονικά και φιλοσοφικά βιβλία). Ο Λαμπράκος έχει όχι μόνο γνώση αλλά και έντονη φαντασία.
            Πιο συγκεκριμένα, το «Α.Γ.Υ.Α. οικογένεια», η δεύτερη ιστορία του εν λόγω τόμου, είναι στην ουσία πολλά διηγήματα σε ένα, δοσμένα με χιούμορ και τεχνική. Η ιστορία του Σπύρου από μόνη της θα μπορούσε να είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο πικρία αλλά και σασπένς.
            Η «φάρμα της Εδέμ», πέραν του ότι πρέπει να είναι από τα πρώτα διηγήματα στην ελληνική λογοτεχνία που ασχολούνται με το μετα-χρήμα, είναι επίσης μια ανάγνωση του μύθου του Κάιν και του Άβελ για την ψηφιακή εποχή.
            «Ο κυβερνητικός», πέραν των πλείστων όσων λογοτεχνικών (ποιητικών) αναφορών, είναι η κατεξοχήν απόδειξη και του χιούμορ του συγγραφέα και της υψηλής του τεχνικής ως προς αυτό που ανέφερα στις δύο πρώτες παραγράφους.
            «Ο Ψηφιακός Νάρκισσος» είναι ένα ενδιαφέρον διήγημα για την ψηφιακή απομόνωση - κλισέ αυτό το θέμα, πλέον, αλλά δοσμένο εν προκειμένω με ευρηματικότητα και, προφανώς, με μια πολύ ωραία αντιστοίχιση με τον αρχαιοελληνικό μύθο του Ναρκίσσου. Θα μπορούσε, όμως, να αναπτυχτεί ακόμα περισσότερο.
            Στο “Eros Anikate Mahan”, το ενδιαφέρον, πέραν από την τριπλή αφήγηση, είναι η ικανότητα που δείχνει ο Λαμπράκος να μιμηθεί ένα στυλ που προσιδιάζει στα αισθηματικά μυθιστορήματα, χωρίς να μειώνει το συγκεκριμένο είδος (παρα)λογοτεχνίας και χωρίς και ο ίδιος να δείχνει γελοίος ή υπερόπτης. Η ικανότητά του να μιμείται άλλα στυλ και φωνές φαίνεται επίσης στο διήγημα «Η Εκκλησία του Δικτύου» - όπου παρουσιάζεται μια συζήτηση σε ένα διαδικτυακό φόρουμ, στην οποία συζήτηση μετέχουν γύρω στα είκοσι πρόσωπα, και στο οποίο το ξεχωριστό στυλ γραφής και οι διαφορετικές θεωρητικές και αισθητικές καταβολές του κάθε συμμετέχοντος αποδίδονται με μαεστρία- και στο πάρτι, όπου όλη η αφήγηση γίνεται σε ένα εντελώς διαφορετικό λογοτεχνικό ύφος.
            Η «Βιοφιλία» είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία, αλλά είναι επίσης ένας φιλοσοφικός και επιστημονικός διάλογος, στον οποίο ο συγγραφέας δεν κάνει επίδειξη γνώσεων, αλλά ενσωματώνει τα διαβάσματά του με ένα λειτουργικό και ενδιαφέροντα τρόπο.

            Ίσως μόνο το εναρκτήριο διήγημα – «Η Μηχανή Ντεκάρτ» - και ο «Θανατοδιακόπτης» να μην είναι τόσο αισθητικά και τεχνικά άρτια, αλλά αυτό, τελικά, δεν αφαιρεί τίποτα από την αξία της όλης συλλογής. Ένα πραγματικά ενδιαφέρον βιβλίο. 

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Για τη Λίλη Παπαγιάννη

Σπάνια ταυτίστηκε περισσότερο η λέξη φινέτσα, αυτό το τόσο άσχημο σημαίνον, που όμως ανταποκρίνεται σε ένα σημαινόμενο που όλοι εκτιμάμε, ανεξαρτήτως πολιτικής ή άλλης τοποθέτησης, με άλλο πρόσωπο του ελληνικού δημόσιου βίου απ' όσο με τη Λίλη Παπαγιάννη, που έφυγε χτες από τη ζωή - πλήρης ημερών, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό που τη χαρακτήριζε: ήταν επίσης η σπάνια ομορφιά της, η τόσο μελωδική άρθρωσή της και, φυσικά, το υποκριτικό της ταλέντο, που δεν εκτιμήθηκε ίσως όσο θα έπρεπε.  Στις ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε και που προβάλλονται ακόμα στην ελληνική τηλεόραση, ξεχώριζε και θα ξεχωρίζει πάντα, ως ένα πλάσμα ασυνήθιστης χάρης. Εκτός των άλλων, των πιο εμπορικών κινηματογραφικών ρόλων της, η Λίλη Παπαγιάννη μπορούσε να καυχιέται πως έπαιξε σε δύο από τις καλύτερες (και γι' αυτό παραγνωρισμένες, τότε και τώρα) ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του εξήντα: το Ταξίδι (1962) του Ντίνου Δημόπουλου και την Εκδρομή (1966) του επίσης παραγνωρισμένου Τάκη Κανελλόπουλου. Καλό της ταξίδι.  

















Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

135 χρόνια από το θάνατο του Φλωμπέρ

Είμαστε όλοι θύματα του Φλωμπέρ. Μας έχει στήσει μια τεράστια πλάκα και γελά μαζί μας από εκεί ψηλά. Το κάνει να φαίνεται εύκολο, κι όμως, δεν είναι, ούτε κατά διάνοια. Η Αισθηματική Αγωγή. Νομίζεις πως δεν τον δυσκόλεψε; Αυτός ο άνθρωπος έγραψε καλύτερα από όλους όσοι προηγήθηκαν και όλους όσοι ακολούθησαν, για το τόσο σπουδαίο θέμα του πρώτου έρωτα. Κι εμείς οι υπόλοιποι συγγραφείς, αν μπορούμε να χαρακτηριστούμε τέτοιοι, διαβάζοντας το βιβλίο του, νοιώθουμε, όχι από έπαρση, αλλά από ζήλεια, την ανάγκη να πούμε κι εμείς τη δική μας παραλλαγή της ίδιας, στο κάτω-κάτω, ιστορίας, αυτό που συνέβη σε εμάς τους ίδιους ή σε κάποιον γνωστό μας, μήπως κι έτσι γευτούμε λίγη έστω από τη δόξα που γεύτηκε ο γέρο-Γουσταύος, μήπως και φανούμε πιο άνθρωποι. 

(Ένας ελάχιστος φόρος τιμής, από ένα ανέκδοτο, προς το παρόν, κείμενο του υποφαινομένου)

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Girl In A Band της Kim Gordon

Ποιος είναι ο λόγος που μας ελκύουν τόσο τα απομνημονεύματα και οι (αυτό)βιογραφίες διασήμων ανθρώπων; Πέρα από το θαυμασμό μας, πέρα από την περιέργειά μας να τους «μάθουμε καλύτερα», πέρα από την επιθυμία να ταξιδέψουμε νοερά σε μια εποχή που δεν ζήσαμε – ή τη ζήσαμε υπό ένα άλλο πρίσμα - πιστεύω πως ένας σημαντικός παράγοντας είναι να αντλήσουμε κάτι σαν κουράγιο, να ταυτιστούμε με την ιστορία του φτωχού, άσημου αλλά κοπιάζοντος καλλιτέχνη (πρόχειρη μετάφραση του struggling artist) που στο τέλος τα καταφέρνει.
            Το καινούριο βιβλίο της Kim Gordon, των Sonic Youth (βιβλίο που σωστά πλασάρεται ως ένας τόμος απομνημονευμάτων και όχι ως αυτοβιογραφία), προσφέρει απλόχερα όλα τα παραπάνω. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο βιβλίο το παρουσιάζουν εκείνα τα κεφάλαια ακριβώς που μιλούν για την παιδική της ηλικία και την εφηβεία της στην Καλιφόρνια (αλλά και τη Χαβάη και το Χονγκ Κονγκ), τη σχέση της με τους γονείς της και κυρίως με τον αδερφό της, τον Κέλλερ, που εκτός του ότι διαμόρφωσε τα μουσικά της γούστα, υπήρξε μια καταλυτική παρουσία, λόγω της πληθωρικής, χαρισματικής του περσόνας, αλλά και λόγω της λεκτικής βιαιότητας που επεδείκνυε απέναντι στη μετέπειτα μπασίστρια (τελικά, αποδείχτηκε πως ήταν σχιζοφρενής). Η Γκόρντον μιλά γι’ αυτόν άλλοτε με δυσφορία, άλλοτε με θαυμασμό και άλλοτε με τρυφερότητα και παραδέχεται, μέσες-άκρες, πως διαμόρφωσε όχι μόνο την προσωπικότητά της αλλά και τον τρόπο που έβλεπε τις σχέσεις (ειδικά με τους άντρες). Πέρα από τον Κέλλερ, σε αυτά τα πρώτα κεφάλαια παρελαύνουν μια σειρά από σημαντικούς καλλιτέχνες και ανθρώπους της τέχνης, κι εκείνοι στο ξεκίνημά τους (ο Ντάνι Έλφμαν, ο Νταν Γκρέιαμ, ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ, ο Μάικ Κέλλυ και ο περιβόητος γκαλερίστας Λάρι Γκαγκόζιαν) κι εκείνοι όχι απόλυτα σίγουροι για το τι θέλουν και πώς θα το επιτύχουν.
            Μετά, η αφήγηση μεταφέρεται στη Νέα Υόρκη, με τις προσπάθειες της αφηγήτριας-πρωταγωνίστριας να εισχωρήσει στον κόσμο της τέχνης, με τις συναυλίες No Wave συγκροτημάτων, με τις τρεις δουλειές που έπρεπε να κάνει ταυτόχρονα, με τις μεγάλες αφραγκιές, με το σχηματισμό τελικά ενός γυναικείου συγκροτήματος για τις ανάγκες μιας καλλιτεχνικής περφόρμανς και, κυρίως, με την είσοδο στη ζωή της ενός ψηλού τύπου με «χείλια σαν του Μικ Τζάγκερ και ξερακιανά χέρια και πόδια, τα οποία δεν ήξερε τι να τα κάνει».
            Κι εκεί που περιμένεις η αφήγηση να απογειωθεί, η Γκόρντον υιοθετεί ένα ασυνήθιστο αφηγηματικό μοτίβο. Τα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου της αντλούν τον τίτλο τους από ένα συγκεκριμένο τραγούδι καθενός από τους δίσκους των Sonic Youth. Από εδώ και πέρα δεν διαβάζουμε πολλά για τη σχέση της με τον Thurston Moore ή τους υπόλοιπους μουσικούς, αλλά περισσότερο για τη δημιουργική διαδικασία, τα ερεθίσματα πίσω από καθένα από αυτά τραγούδια. Εκεί που η συγγραφέας αποκτά εξομολογητική διάθεση είναι όταν μιλά για τον Kurt Cobain και την κόρη της, την Κόκο. Κατά τα άλλα, κρατά για τον εαυτό της όσα θεωρεί πως δεν πρέπει να αποκαλύψει.
            Μέσα σε όλα, βέβαια, παραδίδει πολύ οξυδερκείς παρατηρήσεις για τη μουσική βιομηχανία και κυρίως τη θέση της γυναίκας σε αυτή. Παράδειγμα, το εντυπωσιακό απόσπασμα που ακολουθεί:

«Όταν ακούς παλιούς RnB, οι γυναίκες σε αυτούς τραγουδούσαν με έναν άγριο, παίρνω-κεφάλια τρόπο. Γενικά, δεν επιτρέπεται στις γυναίκες να «παίρνουν κεφάλια». Είναι αυτός ο φημισμένος διαχωρισμός ανάμεσα στην τέχνη και τη χειροτεχνία. Η τέχνη, και η αγριότητα και το να σπρώχνεις τα όρια είναι ένα πράγμα για άντρες. Η χειροτεχνία και ο αυτοέλεγχος και το γυάλισμα είναι για τις γυναίκες. Πολιτισμικά δεν επιτρέπουμε στις γυναίκες να είναι όσο ελεύθερες θα ήθελαν, γιατί αυτό είναι τρομακτικό. Είτε σνομπάρουμε αυτές τις γυναίκες είτε τις βγάζουμε τρελές. Οι γυναίκες τραγουδίστριες που σπρώχνουν πολύ και σκληρά έχουν την τάση να μην κρατούν πολύ. Είναι δόντια που βγαίνουν, αστραπές, κομήτες: η Τζάνις Τζόπλιν, η Μπίλι Χόλιντεϊ. Αλλά το να είσαι γυναίκα που σπρώχνει τα όρια σημαίνει πως βγάζεις επίσης προς τα έξω λιγότερο επιθυμητές πτυχές του εαυτού σου. Άλλωστε, προσδοκούμε από τις γυναίκες να κρατήσουν ενωμένο τον κόσμο, όχι να τον συντρίψουν. Γι’ αυτό η Kathleen Hanna των Bikini Kill είναι τόσο σπουδαία. Ο όρος «Girl Power» επινοήθηκε από το κίνημα των Riot Grrl του οποίου ηγήθηκε η Καθλίν τη δεκαετία του ενενήντα. Girl Power: μια φράση που αργότερα θα καπηλεύονταν οι Spice Girls, ένα συγκρότημα που φτιάχτηκε από άντρες, με την κάθε Spice Girl να έχει μαρκαριστεί με μια διαφορετική προσωπικότητα, γυαλισμένη και στυλιζαρισμένη ώστε να πουληθεί σαν ένας ψεύτικος γυναικείος τύπος. Η Κόκο ήταν ένα από τα λίγα παιδιά στην παιδική χαρά που δεν τις είχε ακουστά, κι αυτό από μόνο του είναι Girl Power, το να λες δηλαδή όχι στο γυναικείο marketing

Αλλά το βιβλίο αρχίζει και τελειώνει με τον Thurston. Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου αφηγείται την τελευταία συναυλία των Sonic Youth στη Βραζιλία, με όλη την υποβόσκουσα ένταση και ψυχρότητα ανάμεσα στο ζευγάρι «που όλοι πίστευαν πως ήταν χρυσό και φυσιολογικό και αιώνια συμπαγές, που έδινε στους νεότερους μουσικούς την ελπίδα πως θα επιβίωναν τον τρελό ροκ εν ρολ κόσμο» και το οποίο ήταν πλέον «ένα κλισέ αποτυχημένων σχέσεων της μέσης ηλικίας». Τα τελευταία περιγράφουν την εισβολή στη ζωή τους μιας άλλης γυναίκας, την παράλληλη σχέση, τα ψέματα και τις αποκαλύψεις, όλα αυτά που όπως λέει η ίδια η Γκόρντον μοιάζουν με κινηματογραφικό κλισέ αλλά δεν είναι.


Εν γένει το βιβλίο σου αφήνει την εντύπωση πως είναι πολύ προσεγμένο γλωσσικά, πως είναι γεμάτο λεπτομέρειες και πως είναι ειλικρινές – πως αποκαλύπτει, εν τέλει, μόνο όσα θέλει η συγγραφέας του να αποκαλύψει. Δεν είναι, όμως, το βιβλίο που θα σου αλλάξει τη ζωή. Προτείνεται μάλλον σε φαν των Sonic Youth