«Αφηγηματικό τέμπο», «οικονομία του λόγου», «λοξή
ματιά στην πραγματικότητα»: μερικά από τα πράγματα που επικαλούνται οι (έλληνες,
κυρίως) κριτικοί προκειμένου να εκθειάσουν ένα λογοτέχνη. Και το ίδιο το
γράψιμο; Η ίδια η ικανότητα να εκφράζεσαι στο χαρτί, να φτιάχνεις προτάσεις όμορφες,
άρτιες, γλωσσικά και νοηματικά πλούσιες που να δένουν αρμονικά η μία με την
άλλη και να συνθέτουν μια αφήγηση πυκνή και με συνοχή; Δεν μετράει καθόλου; Ή
μήπως θεωρείται τόσο δεδομένη που δεν χρειάζεται να την αναφέρουμε καν;
Ούτε
δεδομένη είναι, ούτε μπορεί να εντοπιστεί σε τόσα πολλά βιβλία. Δεν είναι και
τόσοι πολλοί οι έλληνες λογοτέχνες που το κατορθώνουν αυτό το τόσο στοιχειώδες
πράγμα και οι έλληνες κριτικοί που το παρατηρούν. Το έχω γράψει και αλλού, πως
πραγματικός συγγραφέας είναι πάνω από όλα αυτός που ξέρει να φτιάχνει μια ωραία
πρόταση. Αυτός που έχει κατακτήσει καταρχήν τη μορφή. Γι’ αυτό οι περιπτώσεις
ελλήνων συγγραφέων με πραγματική τεχνική θα έπρεπε να ξεχωρίζουν και να
τυγχάνουν της προσοχής που τους αξίζει.
Ο
Γιώργος Λαμπράκος είναι ένας από αυτούς. Διαβάζοντας τη συλλογή διηγημάτων του «Ψηφιακός
Νάρκισσος» (εγώ, προσωπικά, ερχόμουν για πρώτη φορά αντιμέτωπος με κείμενά του),
αυτό που καταλαβαίνεις πριν από όλα είναι πως ο άνθρωπος αυτός ξέρει να γράφει.
Η γραφή του είναι συγκροτημένη, με συνοχή, πυκνή και οξυδερκής. Μετά έρχονται
όλα τα άλλα.
Και
το ευτυχές είναι πως «όλα τα άλλα» είναι επίσης αξιόλογα και αξιοπρόσεκτα. Οι
ιστορίες της εν λόγω συλλογής βρίθουν ευρηματικότητας και «λοξής ματιάς στην
πραγματικότητα» αλλά και φιλοσοφικών, λογοτεχνικών, μυθολογικών και
επιστημονικών αναφορών (σίγουρα, δεν του έκανε κακό του συγγραφέα ότι βγάζει το
ψωμί του μεταφράζοντας κυρίως επιστημονικά και φιλοσοφικά βιβλία). Ο Λαμπράκος
έχει όχι μόνο γνώση αλλά και έντονη φαντασία.
Πιο
συγκεκριμένα, το «Α.Γ.Υ.Α. οικογένεια», η δεύτερη ιστορία του εν λόγω τόμου, είναι
στην ουσία πολλά διηγήματα σε ένα, δοσμένα με χιούμορ και τεχνική. Η ιστορία
του Σπύρου από μόνη της θα μπορούσε να είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο πικρία αλλά
και σασπένς.
Η
«φάρμα της Εδέμ», πέραν του ότι πρέπει να είναι από τα πρώτα διηγήματα στην
ελληνική λογοτεχνία που ασχολούνται με το μετα-χρήμα, είναι επίσης μια ανάγνωση
του μύθου του Κάιν και του Άβελ για την ψηφιακή εποχή.
«Ο
κυβερνητικός», πέραν των πλείστων όσων λογοτεχνικών (ποιητικών) αναφορών, είναι
η κατεξοχήν απόδειξη και του χιούμορ του συγγραφέα και της υψηλής του τεχνικής
ως προς αυτό που ανέφερα στις δύο πρώτες παραγράφους.
«Ο
Ψηφιακός Νάρκισσος» είναι ένα ενδιαφέρον διήγημα για την ψηφιακή απομόνωση - κλισέ
αυτό το θέμα, πλέον, αλλά δοσμένο εν προκειμένω με ευρηματικότητα και, προφανώς,
με μια πολύ ωραία αντιστοίχιση με τον αρχαιοελληνικό μύθο του Ναρκίσσου. Θα
μπορούσε, όμως, να αναπτυχτεί ακόμα περισσότερο.
Στο
“Eros Anikate Mahan”,
το ενδιαφέρον, πέραν από την τριπλή αφήγηση, είναι η ικανότητα που δείχνει ο
Λαμπράκος να μιμηθεί ένα στυλ που προσιδιάζει στα αισθηματικά μυθιστορήματα,
χωρίς να μειώνει το συγκεκριμένο είδος (παρα)λογοτεχνίας και χωρίς και ο ίδιος να
δείχνει γελοίος ή υπερόπτης. Η ικανότητά του να μιμείται άλλα στυλ και φωνές
φαίνεται επίσης στο διήγημα «Η Εκκλησία του Δικτύου» - όπου παρουσιάζεται μια συζήτηση
σε ένα διαδικτυακό φόρουμ, στην οποία συζήτηση μετέχουν γύρω στα είκοσι
πρόσωπα, και στο οποίο το ξεχωριστό στυλ γραφής και οι διαφορετικές θεωρητικές
και αισθητικές καταβολές του κάθε συμμετέχοντος αποδίδονται με μαεστρία- και
στο πάρτι, όπου όλη η αφήγηση γίνεται σε ένα εντελώς διαφορετικό λογοτεχνικό
ύφος.
Η
«Βιοφιλία» είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία, αλλά είναι επίσης ένας φιλοσοφικός
και επιστημονικός διάλογος, στον οποίο ο συγγραφέας δεν κάνει επίδειξη γνώσεων,
αλλά ενσωματώνει τα διαβάσματά του με ένα λειτουργικό και ενδιαφέροντα τρόπο.
Ίσως
μόνο το εναρκτήριο διήγημα – «Η Μηχανή Ντεκάρτ» - και ο «Θανατοδιακόπτης» να μην
είναι τόσο αισθητικά και τεχνικά άρτια, αλλά αυτό, τελικά, δεν αφαιρεί τίποτα
από την αξία της όλης συλλογής. Ένα πραγματικά ενδιαφέρον βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου