Τα κίτρινα μποτάκια, που επανέρχονταν σιγά-σιγά
στη μόδα, ο Θωμάς τα είχε συνδυάσει με τους χειρότερους ανθρώπους που είχε
γνωρίσει στη ζωή του – τους παλιούς του συμμαθητές στο γυμνάσιο και το λύκειο,
που τον είχαν ρημάξει στα μπουκέτα και τα μπινελίκια, πίσω στη δεκαετία του
χίλια εννιακόσια ενενήντα. Δεν περίμενε – το απευχόταν! – να φορούσε τέτοια
πατούμενα ο μαθητής του στο πρώτο μάθημα που θα παρέδιδε ο Θωμάς ως καθηγητής
ισπανικών. Ήταν η χειρότερη αρχή που θα μπορούσε να φανταστεί.
Το
μάθημα του το είχε κλείσει ο κολλητός του, ο Αντρέας, που έβγαζε καλά λεφτά σαν
καθηγητής ξένων γλωσσών κι είχε πια τόσους πολλούς μαθητές που αναγκαζόταν να
«δίνει» στους φίλους του όσους δεν προλάβαινε να αναλάβει ο ίδιος. Έτσι είχε
βρει τη δουλειά ο Θωμάς, που, στα δύο χρόνια που ήταν άνεργος, δεν είχε λάβει
ούτε μία απάντηση στα περίπου τριακόσια συνολικά μέιλ με το βιογραφικό του που
είχε στείλει σε εταιρείες, γραφεία, κανάλια, περιοδικά, ταβέρνες,
βιβλιοπωλεία.
Έφτασε
στο σπίτι του μαθητή του – στο Χαλάνδρι – στην ώρα του. Του άνοιξε η μητέρα του
παιδιού, μια καλοστεκούμενη γυναίκα γύρω στα πενήντα, που υποδέχτηκε τον Θωμά
με απρόσμενη θέρμη. Ενθαρρυμένος από αυτό το καλωσόρισμα, ο Θωμάς κατευθύνθηκε
προς το δωμάτιο όπου τον περίμενε ο Γιάννης, ο μαθητής του. Και τότε ήταν που
τα πρόσεξε: τα κίτρινα μποτάκια, κάπως βρώμικα και φοβιστικά, φορεμένα έξω από
το υφασμάτινο παντελόνι. Τον περίμεναν κι αυτά, μαζί με τον μαθητή του. Ο Θωμάς
δείλιασε στη στιγμή. Σαστισμένος, σταμάτησε να περπατά κι έμεινε για λίγο
ακίνητος στον διάδρομο.
-Πάθατε
κάτι; τον ρώτησε η μητέρα του Γιάννη, ενώ ο ίδιος ο Γιάννης τον κοίταζε
απορημένος.
-Όχι,
όχι, έκανε ο Θωμάς και ξαναβάλθηκε να περπατά.
Όταν
οι δύο άντρες, ο τριαντάρης και ο λίγο πριν τα είκοσι, μπήκαν στο δωμάτιο, ο
Θωμάς ένοιωσε να πνίγεται από την αγωνία. Ήταν ανάγκη να αντικρύσει ξανά
μπροστά του ένα τέτοιο θέαμα, σε μια τόσο σημαντική μέρα της ζωής του; Ήταν
ανάγκη;!
Κάθισε στην καρέκλα και προσπάθησε να
ηρεμήσει. Έβαλε μπρος το μάθημα εξετάζοντας τις γνώσεις του Γιάννη στην ξένη
γλώσσα. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, όμως. Ό,τι κι αν του έλεγε ο μαθητής του,
έμπαινε από το ένα αυτί και έβγαινε από το άλλο. Κάποια στιγμή, ο Θωμάς γύρισε
και κοίταξε τον νεαρό και είδε πως δεν διέφερε και τόσο πολύ από τους παλιούς
του συμμαθητές: ήταν κι αυτός χοντροκομμένος, άξεστος, τραχύς. Πουλούσε
αντριλίκι γιατί μόνο αυτό είχε να πουλήσει.
Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν, λίγο
αργότερα, ο Γιάννης σήκωσε το χέρι του και ο Θωμάς πίστεψε πως ετοιμαζόταν να
τον χτυπήσει, όπως ακριβώς έκαναν και οι παλιοί του συμμαθητές. Ακόμα κι όταν
είδε τελικά πως ο νεαρός είχε σηκώσει το χέρι του απλά και μόνο για να στρώσει
τα μαλλιά του, ο Θωμάς δεν μπόρεσε να χαλαρώσει. Σηκώθηκε όρθιος. Ο Γιάννης
παραξενεύτηκε. Ο Θωμάς ξανακάθισε κάτω.
Αλλά δεν μπορούσε να συνεχίσει το
μάθημα. Ξανασηκώθηκε όρθιος κι έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο, από το
διαμέρισμα, από την πολυκατοικία, ξεχύθηκε ξανά στο χάος από το οποίο είχε
έλθει. Τίποτα στη ζωή του δεν μέτραγε, τίποτα στη ζωή του δεν είχε αξία
πραγματική και για αυτό έφταιγαν όσα του είχαν κάνει τότε, παλιά, οι άνθρωποι
με τα κίτρινα μποτάκια.
Πώς θα το εξηγούσε στον Αντρέα; Κάπως
– θα έβρισκε τη λύση. Αυτό ήταν το λιγότερο. Το βασικό πρόβλημα ήταν να μην
αντικρύσει ξανά ζευγάρι κίτρινα μποτάκια, μέχρι να φτάσει σπίτι του και να
μπορέσει να ηρεμήσει.
Στον σταθμό του μετρό, ο κόσμος δεν
ήταν πολύς. Επικρατούσε μια κάποια ραθυμία, μια κάποια νωθρότητα. Κανείς δεν
μιλούσε. Άλλοι κοιτούσαν τα κινητά τους, άλλοι διάβαζαν εφημερίδες, άλλοι
κάρφωναν αρειμανίως με το βλέμμα τους το αντικείμενο του πρόσκαιρου ερωτικού
τους ενδιαφέροντος. Ο Θωμάς βρήκε όλη αυτή τη σιωπή παρηγορητική. Η απουσία
ήχων, πέραν της μουσικής από τα μεγάφωνα, του πρόσφερε κάτι σαν λύση στο
πρόβλημά του. Το κομμάτι που ακουγόταν – το πρώτο μέρος του κουιντέτου για
κλαρινέτο του Μότσαρτ – το αναγνώριζε πάντα ως κάτι το καθησυχαστικό, ως μια
ηχητική πανάκεια. Ναι, τώρα μπορούσε πια να ηρεμήσει. Πήγε και κάθισε σε μια
από τις άδειες θέσεις, στην αρχή της αποβάθρας με κατεύθυνση προς Αγία Μαρίνα.
Μετά από λίγο, ήρθε και κάθισε δίπλα
του μια κοπέλα γύρω στα είκοσι πέντε, μικροκαμωμένη και συμπαθέστατη. Ο Θωμάς
δεν την αντιλήφθηκε παρά μόνο αφότου εκείνη είχε πια βολευτεί δίπλα του. Την άκουσε
να μουρμουρίζει τη μελωδία, κι αυτό του φάνηκε από μόνο του όμορφο και γαληνευτικό.
Γύρισε αυθόρμητα προς το μέρος της και της χαμογέλασε.
-Συγγνώμη, του είπε αυτή, επίσης αυθόρμητα.
Είναι που μου αρέσει αυτό το κομμάτι.
-Κάνε δουλειά σου, της απάντησε εκείνος,
βρίσκοντας, μέσα σε όλο αυτό το άγχος, τον τρόπο να το παίξει άνετος.
Της άρεσε η ατάκα του. Τον περιεργάστηκε
για λίγο χαμογελώντας. Ο Θωμάς, έχοντας ξεχάσει πια το σοκ των κίτρινων μποτακίων,
κοίταζε κι αυτός την κοπέλα. Βρήκε το θάρρος να συνεχίσει την κουβέντα μαζί της.
-Ο Μότσαρτ είναι θεός, της είπε.
-Ποιος; Μότσαρτ είναι αυτό που ακούμε;
-Ναι.
-Ε, τότε, ναι, είναι θεός. Είσαι
μουσικός;
-Όχι, απλά το ξέρω.
Του χαμογέλασε. Άκουσαν κι οι δύο το
τρένο να έρχεται. Ήταν προφανές σε αμφότερους πως θα επέβαιναν μαζί και θα συνέχιζαν
την κουβέντα τους στο βαγόνι. Ο Θωμάς άφησε την κοπέλα να σηκωθεί πρώτη – και τότε
ήταν που τα είδε: τα κίτρινα μποτάκια στα πόδια της. Ήταν δυνατόν; Ήταν δυνατόν
η τύχη να έχει παίξει τέτοιο παιχνίδι σε βάρος του;
Το τρένο σταμάτησε μπροστά τους κι η
κοπέλα επιβιβάστηκε. Γύρισε προς τα πίσω κι έψαξε με το βλέμμα της τον Θωμά. Τον
είδε να στέκεται ακόμα στην αποβάθρα. Του έριξε μια απορημένη ματιά. Εκείνος έδειξε
μπερδεμένος. Η κοπέλα δεν κατάλαβε. Τον κοίταξε σαν να του έλεγε «δεν θα έρθεις;»
Εκείνος δεν έκανε τίποτα. Τελικά, η πόρτα έκλεισε και το τρένο έφυγε. Ο Θωμάς
απόμεινε μόνος του στην αποβάθρα, να αναρωτιέται πώς ήταν δυνατόν μία κοπέλα τόσο
συμπαθητική να φοράει στα πόδια της αυτό το σύμβολο κακίας κι απανθρωπιάς.
Περίμενε το επόμενο τρένο. Όταν αυτό έφτασε,
ο Θωμάς επιβιβάστηκε, παίρνοντας πια τον δρόμο για το σπίτι του. Η μέρα τον είχε
κουράσει, κι ήταν ακόμα δέκα και μισή το πρωί. Έφτασε στον σταθμό προορισμού
του. Ανέβηκε τις σκάλες και πήρε τον δρόμο για το σπίτι του. Είχε επιστρέψει
στην παλιά του γειτονιά όταν είχε χάσει τη δουλειά του. Δεν του άρεσε το μέρος,
το είχε συνδυάσει με εμπειρίες εφιαλτικές. Οι δρόμοι ήταν ωραίοι, αλλά φορτισμένοι
με άσχημες αναμνήσεις.
Είχε στρίψει πια στον δρόμο που οδηγούσε
στο πατρικό του σπίτι όταν αντίκρυσε την παράξενη εκείνη μάζωξη. Τρία ή τέσσερα
παιδιά γύρω στα δεκαπέντε είχαν συγκεντρωθεί γύρω από έναν συνομήλικό τους, αποκαλώντας
τον τα πιο χυδαία ονόματα, απειλώντας τον και σφαλιαρίζοντάς τον. Ο Θωμάς θυμήθηκε
τη δική του ζωή στο σχολείο και ένοιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι.
Λίγο το φιάσκο με το μάθημα, λίγο η
απογοήτευση που η γνωριμία με την κοπέλα δεν είχε προχωρήσει, ΠΟΛΥ το γεγονός
πως η ζωή του μέχρι τώρα είχε πάει κατά διαόλου, ο Θωμάς ένοιωσε να εξαγριώνεται
από αυτό το θέαμα. Έσπευσε προς το μέρος των εφήβων και τους γκάριξε.
-Τι κάνετε εδώ, ρε ζώα;
Υπήρχε κάτι τόσο τρομακτικό στη φωνή
του και την έκφρασή του που οι τέσσερις νταήδες τα χρειάστηκαν.
-Εξαφανιστείτε! τους φώναξε ο Θωμάς,
αλλά αυτό δεν ήταν αναγκαίο. Είχαν αρχίσει κιόλας να τα μαζεύουν και να τρέχουν
μακριά από το θύμα τους.
Ο Θωμάς ηρέμησε κάπως και γύρισε προς το
παιδί που είχε υποστεί το νταηλίκι. Ήταν θυμωμένος και μαζί του.
-Κι εσύ, ρε βλαμμένο, πόσο ακόμα θα τους
αφήσεις να σου διαλύουν τη ζωή;
Το παιδί δεν είπε τίποτα. Χαμήλωσε απλώς
ακόμα περισσότερο το βλέμμα του. Ο Θωμάς κατάλαβε πως δεν έφταιγε εκείνο και
του το είπε.
-Δεν φταις εσύ. Δεν φταις εσύ. Μόνο μη
χαλάσεις τη ζωή σου.
Το παιδί έδειξε να καταλαβαίνει. Του έριξε
ένα βλέμμα που ήταν ταυτόχρονα μπερδεμένο και ελπιδοφόρο και έπειτα άρχισε να
απομακρύνεται. Ο Θωμάς τον παρακολούθησε για λίγο ακόμα, νοιώθοντας, στην ουσία
πως παρακολουθούσε τον εαυτό του στα δεκαπέντε.
Και τότε ήταν που τα είδε: τα κίτρινα
μποτάκια. Τα κίτρινα μποτάκια! Τα ίδια παπούτσια που φορούσαν κάποτε οι θύτες
του εκφοβισμού σε βάρος του Θωμά, τα φορούσε τώρα το θύμα ενός άλλου εκφοβισμού.
Αυτό, τώρα, πώς να το εξηγήσει; Πώς να εξηγήσει την ίδια του τη ζωή;