Δεν ξέρω τι δάφνες οξυδέρκειας, καλλιέργειας ή πρωτοτυπίας
νομίζουν πως διεκδικούν οι Έλληνες γραφιάδες που σπεύδουν να κάνουν λόγο για το
«αμερικάνικο όνειρο», κάθε φορά που καλούνται να γράψουν για τον (τρισμέγιστο)
Σκοτ Φιτζέραλντ. Πρώτον, ο παλιομοδίτικος αυτός όρος έχει εν πολλοίς εκλείψει
τόσο από τον αμερικανικό δημόσιο λόγο όσο και από τα αμερικανικά γράμματα και
την αμερικανική τραγουδοποιία (επομένως, γιατί θα έπρεπε να εμφανίζεται τόσο
συχνά στα αντίστοιχα δικά μας;) και, δεύτερον, η ταύτιση του εν λόγω συγγραφέα (ή
οποιουδήποτε λογοτέχνη αυτού του βεληνεκούς) με τη χώρα καταγωγής του και μόνο,
τον αδικεί, καθώς δεν αφήνει να φανεί η οικουμενικότητα του έργου του. Ο
Φιτζέραλντ κατέγραψε/περιέγραψε μια εποχή πλούτου, υπερβολής, φαιδρότητας,
υπερφίαλης χλιδής, κραιπάλης, σαχλαμάρας πολύ παρόμοια με διάφορες άλλες που
είχαν προηγηθεί στην ανθρώπινη ιστορία και μυθολογία. Ο Φιτζέραλντ δεν γράφει για την εποχή του, προκειμένου
να εκθειάσει τους πρωταγωνιστές της και να την προτείνει σαν ένα ιδεώδες, αλλά
μάλλον για να καταδείξει τον χιμαιρικό χαρακτήρα της. Κι άλλωστε, οι πραγματικοί
πρωταγωνιστές των βιβλίων του είναι οι άνθρωποι που προσπαθούν να παρεισφρήσουν
στην οικονομική ελίτ, άνθρωποι που κινούνται στο μεταίχμιο μεταξύ μεγαλοαστικής και μεσοαστικής τάξης και που οι πλούσιοι τους πετάνε σαν σκουπίδια, αφού
πρώτα τους ξεζουμίσουν συναισθηματικά και νοητικά (ίσως ακόμα και οικονομικά). Τέτοιοι
άνθρωποι είναι ο Ντικ Ντάιβερ, ο Έϊμορι Μπλέιν, ο Τζέι Γκάτσμπυ – όλοι τους άλτερ
έγκο του Σκοτ Φιτζέραλντ.
Απ’
όλα αυτά, ο Μπαζ Λούρμαν κράτησε μόνο την κραιπάλη και την υπερβολή, τους ξέφρενους
ρυθμούς των πάρτι της εποχής της τζαζ. Βλέποντας και αυτήν και τις προηγούμενες
ταινίες του καταλαβαίνεις πως ο μόνος λόγος που τον ενδιέφερε να μετατρέψει σε
ταινία την ιστορία του Μεγάλου (ή Σπουδαίου – πάντως όχι Υπέροχου, όπως τον
ήθελε μια μετάφραση του βιβλίου στα ελληνικά, πριν από κάποια χρόνια) Γκάτσμπυ ήταν
για να μπορέσει να γυρίσει τις σκηνές των πάρτι που ρίχνει ο κεντρικός
χαρακτήρας στην έπαυλή του, σκηνές που θα χρειαστούν αμέτρητα καλοσχεδιασμένα (και
ακριβά) σκηνικά και κοστούμια και χιλιάδες αξεσουάρ και επαύλεις και αυτοκίνητα-αντίκες
και μακιγιάζ και εκκεντρικές μουσικές επιλογές. Η ίδια ιστορία δεν τον
ενδιαφέρει στο ελάχιστο. Οι σκηνές στην ταινία που δεν αφηγούνται κάποιο πάρτυ
κυλάνε υπερβολικά βιαστικά, σαν να είναι το γέμισμα για τις σκηνές όπου ο
σκηνοθέτης θα επιδείξει αυτό που θεωρεί βιρτουοζιτέ του. Υπάρχουν κάποιες
σκηνές στον Μεγάλο Γκάτσμπυ του Λούρμαν που είναι τόσο κακογυρισμένες, παρά την
τεχνική τους αρτιότητα, που αναρωτιέσαι αν ο σκηνοθέτης ήταν καν παρών. Η
αρχική σεκάνς, με την υποτίθεται κουρασμένη και ταλαίπωρη (αλλά στην
πραγματικότητα άτεχνη και άχαρη) αφήγηση του Τόμπι Μαγκουάιερ (δεν μου είχε
περάσει από το μυαλό ότι θα μπορούσε να παίξει τόσο χάλια) και τα ειδικά εφέ
(που έχουν – αν είναι δυνατόν! – εξέχοντα ρόλο καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας)
είναι εντελώς άχρηστη και ασήμαντη (το δε εύρημα να τοποθετήσει τον Νικ
Κάραγουεϊ στο ψυχιατρείο είναι εντελώς άτοπο). Οι ηθοποιοί παίζουν άλλοι άνευρα
και άλλοι καρικατουρίστικα – η Κάρι Μάλιγκαν – από τα μεγαλύτερα ταλέντα της γενιάς
της – δείχνει εκτός τόπου και χρόνου, η Άϊλα Φίσερ επίσης. Η δε διεύθυνση
φωτογραφίας έχει τέτοια αφυσικότητα, που δεν θα με εξέπληττε αν οι σκηνές στο
σπίτι του Κάραγουεϊ, για παράδειγμα, ήταν γυρισμένες σε στούντιο.
Ο σκηνοθέτης δεν σεβάστηκε ούτε την
λεπτότητα ούτε τη λιτότητα της γραφής και των αισθημάτων του Φιτζέραλντ. Προφανώς,
τον ενδιέφερε μόνο η λάμψη, κι αυτήν γύρεψε να αναδείξει. Αλλά δεν πέτυχε τον
στόχο του ούτε καν ως προς αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου