(Με αφορμή την πρόσφατη βράβευση του Μανώλη
Μαυροματάκη στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Νάσβιλ)
Πάνω από είκοσι χρόνια πριν, όταν έμενε ακόμα στην
Αθήνα, ο αδερφός μου (ένας από τους εξυπνότερους που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου)
μου είχε δώσει μια πολύ ωραία και καίρια εξήγηση του γιατί τα θεατρικά έργα φέρουν
πάντα την υπογραφή των ανθρώπων που τα έγραψαν, ενώ οι κινηματογραφικές ταινίες
εκείνη των σκηνοθετών τους. Την εξήγηση αυτή καθεαυτή δεν τη θυμάμαι, θυμάμαι,
ωστόσο, την πικρία που είχα νοιώσει στο άκουσμά της, καθότι – επίδοξος σεναριογράφος
από τότε – είχα αισθανθεί πως με αυτόν τον κανόνα, οι άνθρωποι που εκπονούν
κινηματογραφικά σενάρια βρίσκονται μονίμως στην απ’ έξω.
Κι όμως, υπάρχουν σενάρια τόσο
καλογραμμένα, τόσο καίρια, που ο σκηνοθέτης δεν χρειάζεται να προσπαθήσει
ιδιαίτερα προκειμένου να εκμαιεύσει από αυτά μια σπουδαία ταινία– σενάρια που
δίνουν, κατά το ποδοσφαιρικό κλισέ, «έτοιμο γκολ» στον άνθρωπο που θα βρεθεί
πίσω από την κάμερα. Το σενάριο του «Εχθρού Μου» είναι μια τέτοια περίπτωση.
Η ιστορία της ταινίας είναι
βασανιστικά απλή: Ένα βράδυ, διαρρήκτες εισβάλλουν στο σπίτι ενός φιλήσυχου,
μάλλον αριστερού γεωπόνου και, εκτός από το να κλέψουν χρήματα και υπάρχοντα,
ασελγούν στην κόρη του. Εκείνος τρομοκρατείται. Ενώ αρχικά ακολουθεί τη νομική
οδό, στη συνέχεια, χάρη στη βοήθεια ενός σαλεμένου γείτονα, καθαιρεμένου στρατιωτικού
(τον υποδύεται χαρισματικά, χωρίς φιοριτούρες, αλλά προσδίδοντας αποτελεσματικά
στον ρόλο πολύ σημαντικές, διακριτικές λεπτομέρειες ο Γιώργος Γάλλος),
εντοπίζει έναν από τους δράστες και στη συνέχεια βιώνει το δίλημμα του αν
πρέπει να τον καταγγείλει στην αστυνομία ή να αναλάβει δράση μόνος του.
Είναι, όπως προείπα, μια πολύ απλή,
πολύ πιθανή ιστορία. Δεν έχει, όμως, την κατάληξη που θα περίμενε κανείς. Το
σενάριο του Γιάννη Τσίρου είναι αριστοτεχνικά απρόβλεπτο. Δεν σου δίνει
μασημένη τροφή, δεν σου δίνει μια εύκολη απάντηση. Είναι κρίμα που την ταινία
αυτή δεν θα τη δουν ακριβώς οι άνθρωποι που θα έπρεπε να τη δουν πρώτοι από
όλους, όλοι αυτοί οι φιλο-φασίστες που πετάνε χαμερπείς, απάνθρωπες ατάκες του στυλ «Να πάρεις μια
καραμπίνα και να αρχίσεις να πυροβολείς όποιον δεν μιλάει ελληνικά» στα
καφενεία και στα λεωφορεία και στα ταξί ή όλοι αυτοί που νομίζουν πως τα
εγκλήματα στην Ελλάδα τα διαπράττουν αποκλειστικά ξένοι (σπόιλερ). Το σενάριο
του Τσίρου είναι από τα πιο σημαντικά που έχουν γραφτεί, τουλάχιστον σε αυτήν
εδώ τη χώρα, σχετικά με τον ρατσισμό και την αυτοδικία και θα μπορούσε να
ανοίξει πολλά μυαλά.
Η ιστορία, βέβαια, ευτυχεί στο να έχει
ως πρωταγωνιστή της, ως «φορέα» της, έναν ηθοποιό του βεληνεκούς του Μανώλη
Μαυροματάκη, που από ήσυχο ανθρωπάκι μετατρέπεται σε κτήνος που δεν βλέπει
μπροστά του. Ως σύνδεσμος ανάμεσα στους δύο, τον δαιμόνιο σεναριογράφο και τον
επιβλητικό ηθοποιό, στέκει ένας σκηνοθέτης λιτός, που ξέρει, όμως, πολύ καλά τη
δουλειά του, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου