Δύο παλιότερα κείμενά μου, κριτικές για δύο σπουδαίες,
κατά τη γνώμη μου ταινίες, γραμμένα με διαφορετική αφορμή και σε διαφορετικό
πλαίσιο το καθένα. Το ένα δεν έχει δημοσιευτεί ποτέ – μου είχε ζητηθεί σαν δείγμα
γραφής από γνωστό περιοδικό, όταν ήμουν υποψήφιος για θέση συντάκτη εκεί. Το άλλο
το είχα γράψει για ένα μπλογκ που είχα ξεκινήσει παλιότερα, το 2010, αν δεν κάνω
λάθος.
ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΩ - ΠΕΔΡΟ ΑΛΜΟΔΟΒΑΡ
Βρισκόμαστε στο έτος 2012. Ο Ρόμπερτ Λεντγκάρντ,
πρώην πλαστικός χειρουργός, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα άφθαρτο δέρμα,
χρησιμοποιώντας σαν πειραματόζωο μια κοπέλα που κρατά έγκλειστη στην έπαυλή
του. Όλα πηγαίνουν καλά, μέχρι που εμφανίζεται ο γιος της έμπιστης οικονόμου
του και εισβάλλει στο δωμάτιο όπου κρατείται η κοπέλα.
Όλα είναι εδώ: η εμμονή, η τρέλα,
ακόμα και οι τρανσέξουαλ. Κι όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με τυπικό Αλμοδόβαρ.
Λείπει το σουρεαλιστικό χιούμορ (δεν μου αρέσει η λέξη σουρεάλ, έστω κι αν σημαίνει το ίδιο
πράγμα), το στοιχείο του camp και ο μελοδραματισμός. Άντ’ αυτών έχουμε μια πολύ
πιο σκληρή, βάρβαρη ιστορία ψύχωσης, εκδίκησης και εν τέλει λύτρωσης (για
μερικούς), ειπωμένη με μια ατμοσφαιρική, σφιχτή σκηνοθεσία που δεν αποσπάται
ούτε για μια στιγμή από το στόχο της – ο ίδιος ο Αλμοδόβαρ χαρακτηρίζει την
ταινία ως την πιο αυστηρή της καριέρας του. Ο ισπανός –που αξίζει τον
χαρακτηρισμό του μεγάλου σκηνοθέτη ακόμα κι αν δεν είχε γυρίσει τη συγκεκριμένη
ταινία- προσπαθεί –είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα- και τελικά καταφέρνει να
ξεπεράσει τον εαυτό του. Εισερχόμενος, απ’ ό,τι φαίνεται, στην περίοδο της
ωριμότητάς του, παρουσιάζει μια ταινία τρομακτική στην αρχή, αρρωστημένη στη
συνέχεια (ειδικά άμα είσαι άντρας, και θα καταλάβετε τι εννοώ), αλλά
συγκινητική στο τέλος, ένα δείγμα σπουδαίου σινεμά. Τον βοηθούν σε αυτό το
πρωτογενές υλικό –η ταινία βασίζεται σε μυθιστόρημα του Τιερί Ζονκέ-, ο
πρωταγωνιστής του –ένας συγκρατημένος αλλά αποτελεσματικός Αντόνιο Μπαντέρας-
και η εξαιρετική μουσική του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας. Peliculon,
που λένε και στην Ισπανία.
AMOUR, του Michael Haneke
Η υπόθεση της νέας ταινίας του Μίκαελ Χάνεκε
δείχνει πολύ απλή – υπερβολικά απλή. Η Αν και ο Ζορζ, ένα ζευγάρι ογδοντάρηδων
δασκάλων πιάνου, συνταξιούχων πλέον, ζουν μια ήρεμη ζωή στο διαμέρισμά τους στο
Παρίσι. Η ζωή τους κυλά ήσυχα, χωρίς κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Η κόρη τους
είναι παντρεμένη και ζει μόνιμα στο εξωτερικό κι οι ίδιοι έχουν όλον τον ελεύθερο
χρόνο να ακούσουν μουσική και να πάνε σε συναυλίες. Μια μέρα, όμως, εκεί που
παίρνουν το πρωινό τους, η Αν χάνει για μερικά λεπτά την επαφή με το
περιβάλλον. Όταν επανέρχεται, δεν έχει καμιά ανάμνηση της διάλειψης, αλλά ο
Ζορζ έχει θορυβηθεί. Η Αν περνά από εξετάσεις, που δείχνουν πως επρόκειτο για
εγκεφαλικό επεισόδιο, που θα έχει σιγά-σιγά εκφυλιστική επίδραση στο μυαλό και
το σώμα της ογδοντάχρονης γυναίκας.
Τι
είδους ταινία μπορείς να κάνεις με ένα τέτοιο θέμα; Είναι απλό. Αν είσαι ένας
σκηνοθέτης του επιπέδου του Χάνεκε μπορείς να κάνεις μια ταινία μεγαλειώδη. Η «Αγάπη»
είναι ένα επώδυνα ακριβές χρονικό μιας κατάπτωσης. Παρακολουθούμε με πάσα
λεπτομέρεια τις προσπάθειες της Αν να μείνει υγιής, να πολεμήσει τη φθορά, και
τις προσπάθειες του άντρα της να της συμπαρασταθεί, να τη βοηθήσει, ακόμα κι
όταν αυτή η φθορά επέλθει. Ωστόσο, ο στόχος του σκηνοθέτη δεν είναι ακριβώς να
μιλήσει για τη συντροφικότητα και την τρυφεράδα. Με τον Χάνεκε το βασικό θέμα
είναι πάντα ο φόβος, μόνο που εδώ ο αυστριακός σκηνοθέτης δεν προσπαθεί να
δείξει πως αυτό το αίσθημα εξαπλώνεται σε μια οικογένεια ή σε μια κοινωνία. Εδώ
ο Χάνεκε προσπαθεί να κάνει τον ίδιο το θεατή να φοβηθεί. Επιχειρεί να κάνει
τον θεατή να αναστατωθεί και να τρομάξει με όλα αυτά που του παρουσιάζει επί
της οθόνης, τη φθορά, τον εκφυλισμό, το πόσο μάταιη είναι η προσπάθεια να
κρατήσεις μακριά το γήρας. Ο τίτλος της ταινίας αποκτά ουσιαστικό νόημα μόνο
μετά την ανατροπή των τελευταίων δεκαπέντε λεπτών, απλή κι αυτή αλλά τόσο
συγκλονιστική. Ο Χάνεκε κάνει με την Αγάπη την πιο λιτή, αλλά συνάμα την πιο
αριστουργηματική, την πιο ουσιώδη ταινία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου