Η προχθεσινή βραδιά στη Λοκομοτίβα ήταν, θέλω να
πιστεύω, πολύ ενδιαφέρουσα. Είχε νέο κόσμο, ευχάριστη, φιλική ατμόσφαιρα, μια ενδιαφέρουσα
κουβέντα, ωραίες μουσικές. Πάνω από όλα κρατώ το ότι γνώρισα πολλούς αξιόλογους
ανθρώπους – ένας από αυτούς, η Κατερίνα Μαλακατέ, μου έκανε την τιμή να μιλήσει
για το βιβλίο μου. Ορίστε τι είπε:
«Ένα βιβλίο για την κρίση είναι εύκολο ως προς την αρχική έμπνευση- είναι παντού
γύρω μας - όμως τελικά αποτελεί επικίνδυνο εγχείρημα. Απαιτεί την αποτίμηση της
παρούσας ιστορικής στιγμής, αυτής που ζούμε και μας δημιουργεί συναισθήματα που πολύ δύσκολα αποτυπώνονται στο χαρτί. Η αποστασιοποίηση, ένα από τα βασικά όπλα κάθε
συγγραφέα, εδώ είναι απλά ανέφικτη. Ο Ηλίας Νίσαρης στην «ελληνική ασφυξία» τα
καταφέρνει καλά, δίνει ανάγλυφη την ροή της κρίσης, την αίσθηση που μας
τριγυρίζει, χωρίς να χάνει την ουσία κάθε μυθιστορήματος, δηλαδή την πλοκή.
Πρωταγωνιστές του βιβλίου, η οικογένεια Αγριπιώτη∙
αναγνωρίσιμα «φρούτα» της ελληνικής
κοινωνίας. Συνδέονται κατ’ αρχάς μεταξύ τους με την κλασική αίσθηση παθολογικής
αγάπης και μίσους που χαρακτηρίζει πολλά ελληνικά νοικοκυριά: τα παιδιά
ακυρώνουν τους γονείς- κυρίως τον πατέρα που ζει ακόμα- αλλά δεν μπορούν να
βρουν μια ταυτότητα που να μην τον συμπεριλαμβάνει. Ο γονιός νιώθει μια
ατελείωτη πικρία για αυτό που είναι οι γιοί του αλλά και για αυτά που του προσάπτουν
τα παιδιά του, κι όμως είναι πεπεισμένος πως όλα τα έκανε σωστά και για το καλό
τους.
Ο μικρότερος γιος, ο Στέλιος, εκκολαπτόμενος
συγγραφέας- γράφει ένα μυθιστόρημα- το Μαμμόθρεφτο- όπου κατηγορεί τους γονείς
του για τα πάντα. Είναι ένα αγόρι εν πολλοίς απροσάρμοστο, με πολλές νευρώσεις,
ανίκανο να σταθεί κοινωνικά αλλά και με πάρα πολλές ευαισθησίες. Όσο
εξελίσσεται ως χαρακτήρας, μες στην κρίση που τον αναγκάζει να λέει κι
ευχαριστώ που ξεπουλάει το ταλέντο του για χάρη μιας διαφημιστικής, οι νευρώσεις
του γίνονται ψυχώσεις, βγαίνει από τον έλεγχο, μπαίνει σε επικίνδυνα σεξουαλικά
παιχνίδια, νιώθει την ανάγκη για κυριαρχία και κακοποίηση.
Ο μεγαλύτερος, ένα αγόρι κλειστό που όμως τα
καταφέρνει κοινωνικά, έχει παρέες, γκόμενες, αργότερα μια γυναίκα που τον
αγαπάει, θα σοκαριστεί τόσο πολύ από τον ξυλοδαρμό του από έναν αλλοδαπό που θα
αλλάξει κι από ακραία αντιρατσιστής θα περάσει στο άλλο άκρο.
Και τέλος η Νίνα, η ξαδέλφη-αδελφή, που μεγάλωσε
μαζί με τα αγόρια από τα 10 της όταν έχασε τους γονείς της σε αυτοκινητιστικό,
υποδειγματική κόρη που παντρεύτηκε τον καλοβαλμένο άντρα, έχει καλοπληρωμένη
δουλειά και νοιάζεται τον πατέρα τους, θα αποκαλύψει ένα ασίγαστο αγοραστικό
βίτσιο όσο βαθαίνει η παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας γύρω της, θα
προσπαθήσει να τα τινάξει όλα στον αέρα. Και την «ασφαλειούλα» της.
Οι ήρωες του Ηλία Νίσαρη, αν και κάποιες στιγμές νομίζεις
πως ρέπουν προς το κλισέ, έχουν ένα καλό, εξελίσσονται. Και μέσα από αυτούς
θίγονται ένα σωρό θέματα. Από τα μεγάλα και βασικά, την ίδια την κρίση, την
πολιτική κατάσταση, την ξενοφοβία, τον ρατσισμό, τον καταναλωτισμό, ως τα πιο
βαθιά και προσωπικά, την συγγραφική δυσκολία- το ποιος αναγνωρίζεται, ποιος
όχι, γιατί, το κύκλωμα, το ξεπούλημα, αλλά και τα χάπια, την τρέλα, την σεξουαλικότητα,
την κλειστοφοβία μες στην οικογένεια, τη μοναξιά. Τη δυσκολία να υπάρξεις εν
τέλει όταν όλα όσα ήξερες για δεδομένα γύρω σου διαλύονται και μένει
απογυμνωμένη η σάρκα του καθενός, τα συμπλέγματα και οι ενοχές του.
Το
ενδιαφέρον είναι πως κανένας από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος δεν
πεινάει, κανένας δεν περιπέφτει σε φριχτή ένδεια. Δεν είναι η έλλειψη χρημάτων
αυτή καθ’ αυτή που ορίζει την ελληνική κρίση. Είναι μια περιρρέουσα αίσθηση μιζέριας,
ένας κλοιός που στήνει γύρω μας η συλλογική κατάσταση για να μας στραγγαλίσει
ατομικά. Η ελληνική ασφυξία είναι έργο των χεριών μας.
Το βιβλίο ακολουθεί τον παλμό αυτών που συμβαίνουν
και δεν μπορεί παρά να αφορά κάθε Έλληνα που ζει σε αυτή τη χώρα. Η γραφή είναι
έξυπνα δομημένη στο τώρα, γιατί θα ήταν παρακινδυνευμένο να μιλήσει για το
μέλλον. Είναι ρέουσα και πυκνή και προσπαθεί να εκφράσει αυτό το ανείπωτο που
συμβαίνει γύρω μας. Αν τα καταφέρνει; Φυσικά όχι πάντα, κάτι τέτοιο θα ήταν και
κάπως βαρετό. Ακόμα όμως κι οι κλωστές που παραμένουν λυτές και δεν δένονται ως
την τελευταία φράση, δείχνουν αυτό είμαστε σήμερα, τη ζωή μας, έτσι όπως μας
την υποσχέθηκαν και τελικά μας την αρνήθηκαν. Αυτό που επικοινωνεί με σιγουριά
το βιβλίο είναι την αγωνία της γενιάς μας, των τριάντα και κάτι, παρά κάτι, μιας
γενιάς που γαλουχήθηκε στην ευφορία της πρώτης δεκαετίας του 21ου
αιώνα για να βρεθεί άνεργη, κενή και δυστυχής στην μιζέρια της δεύτερης.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου