Κάποτε ντρεπόταν εκείνη να τη βλέπουν μαζί του.
Τώρα ντρεπόταν εκείνος. Κι όμως, υπήρχε
ακόμα κάπου μέσα της, κάπου πάνω της, η παλιά Ρίτα. Κι υπήρχε ακόμα κάπου μέσα
του ο παλιός εαυτός του. Ήθελε και τώρα να τη δει από κοντά, όπως ήθελε πάντα.
Την πλησίασε στο τρένο, στη θέση όπου είχε αποκοιμηθεί, προφανώς εξαντλημένη,
από τη ζωή γενικά ή από ένα ακόμα άθλιο ξενύχτι. Προσπάθησε να τη ξυπνήσει.
Εκείνη δεν χαμπάριαζε. Ο φίλος μας φοβήθηκε μήπως είχε πεθάνει. Τελικά, όμως, η
Ρίτα συνήλθε και του έριξε ένα ζαλισμένο, χαμένο βλέμμα.
-Ποιος
είσαι εσύ; τον ρώτησε.
Της
είπε το όνομά του, αλλά μάταια. Δεν ήταν πια σε θέση να τον αναγνωρίσει.
Α,
ρε Ρίτα, πώς κατάντησες έτσι, σκέφτηκε ο φίλος μας. Εσύ, η πιο όμορφη κοπέλα σε
όλο το σχολείο. Η πιο όμορφη κοπέλα όλης μου της νιότης. Να σέρνεσαι
τελειωμένη, χωρίς σκοπό, χωρίς προορισμό.
Προσπάθησε
να την πείσει να έρθει μαζί του στο σπίτι του. Εκείνη πέρασε την πρότασή του
για πέσιμο και του ξεκαθάρισε πως δεν ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο.
-Πού
μένεις; Τι τρως; Πώς την βγάζεις; ήταν οι απελπισμένες ερωτήσεις που της
απηύθυνε στη συνέχεια. Καταλάβαινε από τα ρούχα της και την όλη της εμφάνιση
πως δεν τα περνούσε καλά στη ζωή της. Αυτή δεν έπαιρνε χαμπάρι. Άρχισε να
εκνευρίζεται. Βάλθηκε να του φωνάζει, μπας και ξυπνήσει το ενδιαφέρον των
υπόλοιπων επιβατών. Κι όντως έτσι έγινε. Κάποιοι από τους άλλους άντρες θορυβήθηκαν
από τις φωνές της, σηκώθηκαν όρθιοι και ήρθαν κοντά τους.
-Σας
ενοχλεί, δεσποινίς; ρώτησε ένας από αυτούς, ψηλός και γεροδεμένος.
-Ναι,
με ενοχλεί, του απάντησε εκείνη.
Τον
άρπαξαν από το γιακά και τον έσπρωξαν στον τοίχο του βαγονιού. Του σφύριξαν δύο
φωνήεντα και περίμεναν να σταματήσει το τρένο, για να τον πετάξουν έξω με τις
κλωτσιές. Αυτή η βία που ασκούνταν πάνω του εκείνη τη στιγμή, την έκανε να
θυμηθεί πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ο παιδικός της φίλος, ο παλιός της
συμμαθητής, το παιδί που της είχε κάνει πρόταση γάμου όταν οι δυο τους ήταν
ακόμα πέντε χρονών, αλλά και ο μαθητής που εισέπραττε όλες τις σφαλιάρες στο
γυμνάσιο. Όταν το τρένο σταμάτησε και τον πέταξαν έξω, εκείνη έτρεξε ξοπίσω
του.
-Συγχώρεσέ
με, του είπε, όταν τον πρόλαβε.
Εκείνος
δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, ειδικά όταν του έδωσε να καταλάβει πως είχε όντως
θυμηθεί ποιος ήταν. Τον έπιασε, μάλιστα, αγκαζέ. Προχώρησαν μαζί ως τον δρόμο
κι από εκεί πήραν ταξί για το σπίτι του.
Φτάνοντας
εκεί, της βρήκε καθαρά ρούχα και την άφησε να κάνει μπάνιο. Έβαλε τα παλιά της
ρούχα στο πλυντήριο κι έφτιαξε τσάι και για τους δυο τους. Λίγο αργότερα,
άκουσε την πόρτα του μπάνιου να ανοίγει. Την είδε να στέκεται απέναντί του
καλυμμένη μόνο με την πετσέτα, την οποία, όμως, άφησε να πέσει στο πάτωμα.
Ο
φίλος μας καταλάβαινε τι συνέβαινε, αλλά δεν μπορούσε –και ίσως δεν ήθελε – να
το αποτρέψει. Την άφησε να έρθει κοντά του, να του φιλήσει τον λαιμό, να τον
αγκαλιάσει με τα υγρά ακόμα χέρια της. Ήταν ένα αιώνιο όνειρο για εκείνον.
Το
πρωί, ο φίλος μας ξύπνησε για να πάει στη δουλειά του. Δεν τη βρήκε στο πλάι
του. Σηκώθηκε και έψαξε στο συρτάρι του και στο παντελόνι του, ανακαλύπτοντας
τελικά πως έλειπαν χρήματα. Η Ρίτα είχε πια φύγει.
Την ωραιότερη νύχτα της
ζωής του την είχε ακολουθήσει το χειρότερο πρωινό. Δεν τον νοιάζαν τα χρήματα· μα
του είχε κλέψει την ελπίδα.