Με τα τελευταία του δύο ευρώ αγόρασε ένα πακέτο
πατάτες τηγανητές, που ήταν το αγαπημένο του φαΐ από παιδί. Ας τέλειωναν όλα με
αυτή τη γεύση. Βρήκε ένα χτυπημένο εισιτήριο στην είσοδο του μετρό και πήρε τον
δρόμο για το σπίτι του. Τον μούργο τον συνάντησε λίγο αφότου βγήκε από τον
σταθμό. Κοιταχτήκανε λίγο, καθώς περνούσαν ο ένας μπροστά από τον άλλον και
ήταν σαν να κλείνανε – αθέλητα –, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μια άρρητη συμφωνία. Ο μούργος
άλλαξε πορεία και ακολούθησε τον άντρα προς το σπίτι του τελευταίου. Περπάτησαν
για λίγο σχεδόν συγχρονισμένα, ο ένας πίσω από τον άλλον, μέσα στην απόλυτη
σχεδόν – πέρα από τα ίδια τους τα βήματα – σιωπή. Τελικά, ο άντρας έφτασε στο
σπίτι του, μια παλιά κακοσυντηρημένη μονοκατοικία. Η καγκελόπορτα σκουριασμένη,
η μάντρα ξέβαφη. Άνοιξε να μπει, αλλά δεν μπορούσε να κλείσει. Είδε πως ο
μούργος πάλευε να μπει κι αυτός μέσα. Του έκανε νόημα να φύγει, προσπάθησε να
τον φοβερίσει, αλλά τίποτα. Έτσι, ο άντρας άφησε τον σκύλο να περάσει κι αυτός μέσα,
στην αυλή της μονοκατοικίας κι έπειτα, μετά από ένα ακόμα αποτυχημένο
φοβέρισμα, και στο ίδιο το κτήριο. Κατέληξαν στην κουζίνα. Ο άντρας έβγαλε μια
χαρτοπετσέτα. Έβαλε πάνω της πέντε-έξι πατάτες και απόθεσε τη χαρτοπετσέτα στο
πάτωμα. Ο σκύλος άρχισε να τρώει. Ο άντρας χαμογέλασε. Κάθισε κι αυτός στο πάτωμα
και βάλθηκε να τρώει επίσης. Πότε-πότε πέταγε ακόμα μια πατάτα στον συνδαιτυμόνα
του. Πρόσεξε πως το σκυλί ήταν όμορφο. Αλλά και άσχημο να ήταν… Τώρα πια ανήκαν
ο ένας στον άλλον. Μετά το φαγητό, ο άντρας σηκώθηκε κι έφερε το περίστροφο από
το κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι. Το έστρεψε πρώτα στον εαυτό του, αλλά άλλαξε γνώμη
και το έστρεψε προς τον σκύλο, που τον κοίταζε μ’ απορημένο, λυπημένο βλέμμα. Μετά
το έστρεψε πάλι στον εαυτό του. Μετά πάλι στο σκύλο. Μετά, το τύλιξε πάλι με το
μαντήλι και το έβαλε ξανά στην κρυψώνα του. Θα έμενε ζωντανός για τον καινούριο του φίλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου