Ήταν κάποτε δύο τσιγάρα, φτιαγμένα το ένα μετά το
άλλο, βαλμένα δίπλα-δίπλα στο ίδιο πακέτο. Υπήρχε κάτι παράξενο με την πάρτη
τους. Ήταν σαν να ήξεραν πως η μοίρα τους ήταν ξεχωριστή, πως θα έπαιζαν κάποιο
σπουδαίο ρόλο στην ιστορία του ανθρώπου που θα τα κάπνιζε. Κατάλαβαν αμέσως πως
είχαν παρόμοιες φιλοδοξίες το ένα με το άλλο και έπιασαν, ενώ το πακέτο ήταν
ακόμα κλειστό, μια παράξενη, άσπονδη φιλία. Συζητούσαν συνέχεια για τα όνειρά
τους, προσπαθώντας να καπελώσουν το ένα το άλλο, ενώ τα υπόλοιπα τσιγάρα τα
άκουγαν υπομονετικά, περιμένοντας απλώς να αγοραστούν και να καπνιστούν.
Τελικά,
το πακέτο κατέληξε σε ένα περίπτερο. Πέρασαν κάποιες μέρες προτού να αγοραστεί.
Το αγόρασε ένας μελαγχολικός άνθρωπος, που τα τσιγάρα σύντομα συνειδητοποίησαν
πως δεν έστεκε και πολύ στα καλά του – ήταν ποιητής. Το κατάλαβαν επειδή τον
συνόδευε ένας δημοσιογράφος, που τον ρωτούσε ερωτήσεις και τον τράβαγε
φωτογραφίες.
Ο
ποιητής άνοιξε το πακέτο με μια αχρείαστα βίαιη κίνηση. Το πρώτο τσιγάρο το πρόσφερε
στον δημοσιογράφο. Δεν ήταν κάποιο από τα δύο ονειροπόλα. Οι δύο άνθρωποι
βάλθηκαν ξανά να μιλούν, ενώ περιδιάβαιναν τους δρόμους της συνοικίας του
Μακρυγιάννη. Κάποια στιγμή, ο δημοσιογράφος ζήτησε από τον ποιητή να
κοντοσταθεί, προκειμένου να τον τραβήξει μια φωτογραφία. Του ποιητή του ήρθε η
ιδέα να βάλει ένα τσιγάρο στο στόμα του, γιατί πίστευε πως έτσι θα έδειχνε πιο
γοητευτικός, πιο νουάρ, πιο ποιητής. Άνοιξε το πακέτο και το τσιγάρο που έβγαλε
τελικά ήταν το ένα από τα δύο που είχαν μεγάλα σχέδια για τον εαυτό τους. Το
άναψε και το έβαλε στα αναιμικά του χείλη. Το τσιγάρο άρχισε να καίγεται από τη
φωτιά του αναπτήρα, την ίδια ώρα, όμως, καιγόταν και από την ηδονή που του
προκαλούσε η γνώση πως είχε πετύχει το σκοπό του, πως χάρη σε αυτή τη φωτογραφία
είχε περάσει στην αιωνιότητα και δεν ήταν πια ένα απλό τσιγάρο. Δεν μπορούσε,
προτού να σβήσει για πάντα, να μην το χτυπήσει στον αντίζηλό του. Τα τελευταία
του λόγια, προτού να αποκαεί, ειπωμένα στην γλώσσα που μόνο τα τσιγάρα
μπορούσαν να ακούσουν και να καταλάβουν, απευθύνονταν στο άλλο φιλόδοξο τσιγάρο
και ήταν τα εξής:
-Εγώ
τα κατάφερα, εσύ θα ξεχαστείς.
Το
άλλο τσιγάρο δεν μπορούσε να πει τίποτα. Είχε σκάσει από τη ζήλεια του.
Περίμενε έστω να καπνιστεί γρήγορα και να απαλλαγεί έτσι από τη θλιβερότητα
μιας ύπαρξης συνηθισμένης.
Αλλά αυτό δεν συνέβη παρά ώρες
αργότερα. Όταν πια η συνέντευξη τελείωσε, ο ποιητής αποσύρθηκε στο ταπεινό του
σπίτι. Κάπνισε ένα ακόμα τσιγάρο, που δεν ήταν το εναπομείναν φιλόδοξο, κι
έπεσε για ύπνο, κουρασμένος καθώς ήταν από το μεθύσι της προηγούμενης βραδιάς
και το πρωινό ξύπνημα ελέω της συνέντευξης.
Όταν πια ξαναξύπνησε, είχε πάει βράδυ.
Αποφασισμένος να δουλέψει πάνω στην τέχνη του, έστω κι αν η ώρα ήταν
προχωρημένη, έφτιαξε καφέ και κάθισε στο γραφείο του. Δεν του ερχόταν, όμως,
τίποτα. Αποφάσισε να ανάψει τσιγάρο. Πήρε από το πακέτο που είχε αγοράσει
εκείνο το πρωί το τελευταίο φιλόδοξο τσιγάρο και το άναψε.
Μα, φέρνοντάς το στα χείλη του,
θυμήθηκε κάποτε που μια όμορφη κοπέλα του είχε ζητήσει τσιγάρο σ’ ένα μπαρ κι
εκείνος δεν είχε να της δώσει, καθότι εκείνη την περίοδο είχε κόψει προσωρινά
το κάπνισμα. Το έφερνε συχνά στη μνήμη του αυτό το επεισόδιο, διότι του
φαινόταν πως η κοπέλα είχε χρησιμοποιήσει το τσιγάρο σαν πρόφαση για να πάει να
του μιλήσει και πως αν εκείνος είχε να της προσφέρει αυτό που του ζητούσε, θα
μπορούσαν να έχουν πιάσει την κουβέντα και να έχουν καταλήξει εραστές. Ενώ
τώρα, ήταν μόνος του, αναγκασμένος να δουλεύει και μόνο.
Έγραψε ένα ποίημα, μιαν ελεγεία για
τις χαμένες ευκαιρίες και τα μάταια καπνισμένα τσιγάρα. Και όταν το τελείωσε
και το ξαναδιάβασε, κατάλαβε πως ήταν ό,τι καλύτερο είχε γράψει ποτέ του. Έκανε
μια γελοία σκέψη – μια σκέψη ευγνωμοσύνης προς το τσιγάρο που του είχε δώσει
την ιδέα.
Το ποίημα, μαζί με όλα όσα έγραψε μετά
από αυτό ο νεαρός ποιητής, σημείωσε τεράστια επιτυχία κι ο ίδιος θεωρούσε πως
τα χρωστούσε όλα στο πρώτο τσιγάρο που κάπνισε εκείνο το σπουδαίο για τη ζωή
του, παρότι βυθισμένο στη σιωπή, βράδυ. Και χρόνια αργότερα, ενώ όλοι τον
θυμούνταν με το τσιγάρο στο στόμα, στη φωτογραφία που είχε τραβήξει ο
δημοσιογράφος στα στενά του Μακρυγιάννη, εκείνος θυμόταν τον εαυτό του να
καπνίζει το τσιγάρο που είχε αλλάξει, στην ουσία, όλη του την υπόσταση.
Στον παράδεισο των ειδών καπνιστού, το
δεύτερο τσιγάρο είχε κάθε λόγο να νοιώθει πιο περήφανο και πιο φτασμένο από το
πρώτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου