Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

ανθρωπίλα

Παρότι είχε ζήσει μια ζωή στο περιθώριο, ήταν αρκούντως ευγενικός. Ένα Δεκαπενταύγουστο, για παράδειγμα, που είχε μείνει μόνος του στην Αθήνα, βγήκε από την πολυκατοικία του για να πάρει τσιγάρα, και συναντώντας κάτι αγνώστους στην είσοδο της πολυκατοικίας –μια οικογένεια που είχε έρθει επίσκεψη σε κάποιους άλλους ένοικους της πολυκατοικίας – τους χαιρέτησε έστω και κάπως διστακτικά και τους ευχήθηκε χρόνια πολλά. Εκείνοι του ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό και την ευχή. Καθώς απομακρυνόταν από αυτούς, άκουσε το παιδί της οικογένειας – ένα δίχρονο κορίτσι – να ρωτά την μητέρα του:
            -Ποιος είναι αυτός;
            Η απάντηση που έδωσε η γυναίκα στην κόρη της ξένισε κάπως τον φίλο μας:
            -Ένας άνθρωπος.
            Άνθρωπος; Τι εννοούσε η άγνωστη γυναίκα; Σε όλη την τριαντάχρονη ζωή του ελάχιστοι του είχαν φερθεί σαν τέτοιον – οι γονείς του και τρεις-τέσσερις καλοί φίλοι. Μάλλον σαν κάτι κατώτερο, σαν κάτι που δεν άξιζε καμίας προσοχής τον έβλεπαν οι περισσότεροι. Κι όμως, τώρα, αυτή η γυναίκα τον περιέγραφε σαν… σαν… άνθρωπο. Τι ορισμός ήταν αυτός; Δεν είχε μάτια η κυρία; Δεν έβλεπε;
            Ο φίλος μας προσπάθησε να αναλύσει την απάντηση της, να καταλάβει τι την είχε ωθήσει σε μια τόσο παράξενη τοποθέτηση. Ναι, είχε δύο πόδια, δύο χέρια και τα λοιπά, μιλούσε μιαν ανθρώπινη γλώσσα, αλλά αρκούσαν όλα αυτά; Όλοι τον έβλεπαν σαν ένα τέρας, σαν ένα φρικιό που δεν άξιζε να ζει.
            Έφτασε στο περίπτερο, άπλωσε το χέρι του και έδωσε την παραγγελία του:
            -Ένα πακέτο άνθρωπο… ε, ένα πακέτο Μάρλμπορο ήθελα να πω.
            Ο περιπτεράς τον εξυπηρέτησε. Ο φίλος μας σκέφτηκε πως κι εκείνος θα τον έβλεπε σαν ένα κατώτερο ον.
            Μα, άνθρωπο; Κοντοστάθηκε να το αναλύσει παραπάνω. Δεν μπορούσε να το καταπιεί. Αποφάσισε να επιστρέψει σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορούσε και να ψάξει αλλιώς την απάντηση.
            Φτάνοντας εκεί, πήρε τηλέφωνο μια φίλη του.
            -Είμαι… είμαι άνθρωπος;
            -Ε;
            -Άνθρωπος… είμαι;
            -Τι αρρωστημένη πλάκα είναι αυτή; Εννοείται πως είσαι άνθρωπος. Γιατί, εσύ τι νόμιζες πως είσαι;
            -Θέλω να πω…
            Δεν απόσωσε τη φράση του. Ψέλλισε κάποια δικαιολογία και έκλεισε το τηλέφωνο.
            Απόμεινε μόνος του, στη σιωπή. Είδε από μακριά τον καθρέφτη δίπλα στην εξώπορτα κι αποφάσισε να πάει ως εκεί, μπας κι έπαιρνε καμιάν απάντηση.
            Όταν έφτασε εκεί, αντίκρυσε – ω! της έκπληξης – έναν άνθρωπο.
            Πήρε ξανά τη φίλη του και της το είπε.
            -Καλά, τι περίμενες;
            -Δηλαδή, όλον αυτόν τον καιρό νόμιζα πως είμαι κάτι άλλο από αυτό που είμαι.
            -Μάλλον. Θέλω να πω… μπορείς να το πεις κι έτσι.
            Άρχιζε σιγά-σιγά να το εμπεδώνει. Μα, ταυτόχρονα, κάτι καινούριο άρχισε να τον απασχολεί.
            -Και τώρα; Τι κάνω; Τι ευθύνες έχω;  

            Η φίλη του δεν ήξερε από πού να αρχίσει.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου