Πέρα από το χρώμα τών τοίχων –κίτρινο, πλέον, και,
κατά τη γνώμη μου, όχι πολύ ωραίο-, τίποτα δεν έδειχνε να έχει αλλάξει στο
σπίτι τών γονιών μου. Αλλά αυτό δεν ήταν απαραίτητα κακό. Αυτό το σπίτι και οι
ένοικοι του ήταν τα μόνα σταθερά σημεία στη ζωή μου.
Άφησα την Γιάννα να περάσει πρώτη. Ενώ
διέσχιζε την αυλόπορτα, έκρυψε απότομα τα λευκά χέρια της στις τσέπες τού
δερμάτινου παλτού της, και μαντεύω επίσης πως τα χείλη της αφέθηκαν σ’ένα
βιαστικό και ίσως ανεπαίσθητο μορφασμό, προτού χαμογελάσουν ευγενικά αλλά και
αμήχανα στους δύο εξηντάρηδες που στέκονταν στην άλλη πλευρά τού πλακόστρωτου,
έτοιμοι να την καλωσορίσουν, αυτήν και το μεσαίο από τα τρία παιδιά τους.
Κοντοστάθηκε και με περίμενε, όση ώρα
πάλευα να κλείσω την καγκελόπορτα με τον προβληματικό σύρτη. Όταν πήγα κοντά
της, αρχίσαμε να περπατάμε μαζί, προς το μέρος τών γονιών μου, με τα δάκτυλα
τού αριστερού μου χεριού να αγγίζουν τον δεξιό αγκώνα της, δίνοντάς της μια υποτιθέμενη
ώθηση.
Η μητέρα μου αναφώνησε «καλώς τους» κι
άπλωσε και τα δυό της χέρια, για να υποδεχτεί την Γιάννα, που ήταν ομορφότερη
απ’όσες συντρόφους μου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει και σαφώς γλυκύτερη από
κάποιες άλλες, τις οποίες είχα φροντίσει να μη γνωρίσει. Ήξερα πως θα
εντυπωσιαζόταν ευθύς αμέσως από αυτό το μάλλον άψογο πρόσωπο, τα αόριστα
μελαγχολικά πράσινα μάτια, τα λεπτά, ανάγλυφα χείλη, και από το ψιλόλιγνο κορμί
της. Ο πατέρας μου ήταν εκείνος που στα ίδια αυτά πράσινα μάτια θα διέκρινε κάποια
ανυπόφορη αφέλεια, την ύπαρξη τής οποίας, έστω και με κάποιον δισταγμό, θα
παραδεχόμουν κι εγώ, και στο υπόλοιπο πρόσωπο και σώμα τής κοπέλας μου, μια
αδιαμφισβήτητη αλλά όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακή ομορφιά. Μπορούσα να φανταστώ το
ακριβές του σχόλιο, στο τέλος τής βραδιάς, όταν η Γιάννα κι εγώ θα είχαμε
φύγει, κι η γυναίκα του θα εξέφραζε απερίφραστα τον ενθουσιασμό της: «Ναι, δεν
λέω, αλλά όχι τίποτα το ξεχωριστό. Και είναι και λίγο χαζοβιολίτσα». (Μετά, θα
επέστρεφε στην εφημερίδα του, αδιαφορώντας για τις προσπάθειες τής μητέρας μου
να τού αλλάξει γνώμη.)
Μετά τις εγκάρδιες συστάσεις, θέλησαν να
μάς οδηγήσουν στο εσωτερικό, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Γιάννα πρόσεξε
έκπληκτη την τριανταφυλλιά με τα μαύρα άνθη και έτσι μείναμε για λίγη ακόμα ώρα
έξω, οι γυναίκες να συζητούν για την κηπουρική κι εμείς οι άντρες για τον
σύρτη, που είχε πάλι χαλάσει. Τού είπα πως θα τον έφτιαχνα, την επόμενη φορά
που θα ερχόμουν.
Κοιτώντας αριστερά, προς το πάρκινγκ τής
διπλανής μονοκατοικίας, παρατήρησα πως εκεί που συνήθως ήταν παρκαρισμένη η
παλιά κόκκινη Spider τού κυρίου Φιλέρη, υπήρχε τώρα ένα μεγάλο, ολοκαίνουριο σεντάν. Έκανα να
ρωτήσω τον πατέρα μου, όταν είδα την Γιάννα να προχωρά προς τα μέσα και την
μητέρα μου να μάς γνέφει ν’ακολουθήσουμε.
Το εσωτερικό τού σπιτιού είχε επίσης
παραμείνει εν πολλοίς ίδιο, εκτός από κάποιο τραπεζάκι που είχε μεταφερθεί, από
την τελευταία φορά που είχα επισκεφτεί τους γονείς μου, σε μιαν άλλη γωνία τού
σαλονιού ή το καινούριο φωτιστικό που αντικαθιστούσε κάποιο παλιότερο που είχε
κατά λάθος ριχτεί στο πάτωμα, και εκτός, βέβαια από το καινούριο κάλυμμα τού
καναπέ, κάλυμμα πανομοιότυπο τού προκατόχου του αλλά άφθαρτο ακόμα και εντελώς
καθαρό. Εκεί κάτσαμε, η Γιάννα κι εγώ, με τους γονείς μου να βολεύονται στις
παλιές, υποτίθεται αριστοκρατικές πολυθρόνες εκατέρωθεν τού χαμηλού τραπεζιού
για τον καφέ.
Παρατηρώντας τους ξανά, στα λιγοστά
δευτερόλεπτα άχαρης σιωπής που προηγήθηκαν τής συνηθισμένης σε τέτοιες
περιστάσεις συζήτησης περί ανέμων και υδάτων, βρήκα πως έδειχναν
καλοστεκούμενοι αλλά μαλθακοί, υγιείς αλλά αδύναμοι. Με τα κάτασπρα μαλλιά
τους, τα γυαλιά με τους χρυσαφί σκελετούς, τα ατσαλάκωτα παντελόνια από
καπαρντίνα, έμοιαζαν, παρά το μικρό δέμας τους, σαν ταλαιπωρημένοι Σουηδοί ή
Αμερικάνοι τουρίστες που, εντελώς ανεξήγητα, είχαν βρεθεί στο Χαλάνδρι το
καταχείμωνο, κι είχαν προσπαθήσει αποσβολωμένοι να προφυλαχτούν από το κρύο με
τις πλεχτές, περίπου ομοιόχρωμες ζακέτες τους.
Μιλήσαμε για ανούσια πράγματα, για τον
καιρό, για το κρύο, που ήταν το εντονότερο τών τελευταίων εβδομάδων, για τη
διαδρομή εμού και τής Γιάννας από το Κουκάκι ως το μέρος που μπορούσα πλέον
ν’αποκαλώ σπίτι τους, για την Αττική
Οδό και το Μετρό.
Μετά, μάς ζήτησαν να περιγράψουμε τη ζωή
στην Αγγλία, την γνωριμία μας εκεί, και η κοπέλα μου αποδείχτηκε λαλίστατη. Η
μητέρα μου την ρώτησε τί ακριβώς πραγματευόταν το μεταπτυχιακό της (Διαχείριση
Ανθρώπινου Δυναμικού -στο ίδιο πανεπιστήμιο όπου είχα κάνει κι εγώ, χρόνια
πριν, το δικό μου μεταπτυχιακό).
Όσο η Γιάννα εξηγούσε το αντικείμενο τών
σπουδών της στην μητέρα μου, εγώ έγειρα προς τον άλλο μου γονιό:
- Δεν μού λες, τίνος είναι το σεντάν
δίπλα; ρώτησα νεύοντας φευγαλέα προς το σπίτι του Φιλέρη. Δεν πιστεύω να
πούλησε την Alfa Romeo ο κυρ-Πέτρος!
- Να την πούλησε, όχι, αλλά την έκανε
γαμήλιο δώρο στον γαμπρό του, μού εξήγησε ο πατέρας μου. Για κάποιον λόγο, η
φωνή του έβγαινε πάντα πιο βραχνή όταν καλούνταν να μιλήσει σιγανά.
- Έτσι κι αλλιώς πού να την οδηγήσει πια
ο Πέτρος, εβδομήντα χρονών άνθρωπος.
-
Στον γαμπρό του; Κάτσε, παντρεύτηκε η Φαίδρα;
Χάρη σε κάποια υπερφυσική δύναμη που
επέτρεπε στο αυτί της να συλλαμβάνει συζητήσεις που περιστρέφονταν είτε γύρω
από γάμους είτε γύρω από κηδείες, ακόμα κι αν λάβαιναν χώρα χιλιάδες μέτρα
μακριά, η μητέρα μου είχε ακούσει την ερώτησή μου κι έσπευσε να μού δώσει η
ίδια τις διευκρινίσεις που ζητούσα.
- Ναι, παντρεύτηκε, η γλυκειά μου, είπε,
προφανώς με μια τρυφερή χροιά στη φωνή της.
Αυτό που νομίζω πως επιχείρησε να κάνει
στη συνέχεια η ασπρομαλλούσσα, ενίοτε καταπληκτική εξηντάρα ήταν να διερευνήσει
τις προθέσεις μας, τις δικές μου και τής Γιάννας, σχετικά με το θέμα τού γάμου
ή, τουλάχιστον, να θέσει επί τάπητος τις δικές της. Η Φαίδρα, η μοναχοκόρη τού
διπλανού από τον πρώτο του γάμο, την οποία γνωρίζαμε σχετικά καλά, και ο
μετέπειτα άντρας της είχαν επίσης γνωριστεί στο εξωτερικό (στο Παρίσι,
συγκεκριμένα)˙ μού φαίνεται πως η μητέρα μου τόνισε κάπως υπερβολικά αυτήν την
ανούσια για τους ακροατές της λεπτομέρεια, στην προσπάθειά της να αποσπάσει από
τα χείλη μας κάποιο σχόλιο που θα τής έδινε να καταλάβει πως και η δική μας
ιστορία, που είχε επίσης ξεκινήσει στην μακρινή Εσπερία, θα είχε την ίδια
ευτυχή κατάληξη.
Η Γιάννα κι εγώ σφυρίξαμε αδιάφορα. Ή
μήπως ήμουν μόνο εγώ;
Ο πατέρας μου είπε τότε στη γυναίκα του
να ετοιμάσει το φαγητό κι εκείνη πήγε στην κουζίνα, παίρνοντας μαζί της την
ούτως ή άλλως πρόθυμη να βοηθήσει φίλη μου.
Σηκώθηκα και πήγα στο παράθυρο. Το
καινούριο αμάξι τού Φιλέρη ακτινοβολούσε, ακόμα και στην χειμωνιάτικη συννεφιά.
Κατάλαβα πως ο πατέρας μου πλησίαζε. Με
έναν επιτηδευμένα φιλοσοφικό τόνο, τού είπα:
- Πάει, παντρεύτηκε κι η Φαίδρα. Καιρός
να παίρνω κι εγώ σειρά.
Όταν έφτασε πια κοντά μου, συμπλήρωσα:
- Το συνειδητοποιείς πως οι περισσότεροι
συμμαθητές μου έχουν οικογένεια τώρα;
Γύρισα να τον κοιτάξω. Μού έριξε ένα
ψευτοχαστούκι στο μάγουλο. Σήκωσε τους ώμους του, χαμογελώντας παράλληλα, σαν
νά’λεγε «τί να κάνουμε;». Ίσως είχε καταλάβει.
Οι γυναίκες έφεραν τα πρώτα πιάτα και ξαναπήγαν
στην κουζίνα για τα υπόλοιπα.
Το γεύμα ήταν πλουσιοπάροχο. Όταν
τελειώσαμε, η Γιάννα ήθελε να την ξεναγήσω στο υπόλοιπο σπίτι, στην αυλή, και
στον πάνω όροφο.
Τα δέντρα και τα λουλούδια στον κήπο τών
γονιών μου έδειχναν να σφύζουν από υγεία. Τώρα που είχαν πάρει και οι δύο
σύνταξη, περνούσαν όλη την μέρα τους εκεί, φυτεύοντας και ποτίζοντας, σκάβοντας
και ψαλιδίζοντας. Αναρίθμητες οι φορές που, περνώντας να τους δω
απροειδοποίητα, έβρισκα την μητέρα μου γονατισμένη μπροστά από κάποια νεόφυτη
τριανταφυλλιά, να σκαλίζει το σκούρο, βρεγμένο χώμα μ’ένα σκεπάρνι, και πιο
πέρα τον πατέρα μου, να ποτίζει κάποιο δεντράκι με την μάνικα. Σε τέτοιες
περιπτώσεις, με χαιρετούσαν πάντα με ένα χαμόγελο που προέδιδε απόλυτη
ικανοποίηση, κι έπειτα επέστρεφαν στην δουλειά τους, σαν να μην είχα καν
εμφανιστεί μπροστά τους.
Στο πίσω μέρος τού σπιτιού, ωστόσο, το
γρασίδι είχε μείνει καιρό ακούρευτο. Άφησα για λίγο την Γιάννα και πλησίασα την
μηχανή τού γκαζόν, που ήταν παρατημένη σε μια γωνιά τού φράχτη. Προσπάθησα να
την βάλω μπροστά κι είδα πως είχε χαλάσει. Σκέφτηκα να την ανοίξω και να δω τί
είχε γίνει, αλλά άκουσα πίσω μου την κοπέλα μου να μού παραπονιέται.
- Υποτίθεται πως με ξεναγείς τώρα.
- Εντάξει, ξεχάστηκα.
Εκτέλεσα με μεγαλύτερο ζήλο τα καθήκοντά
μου. Η πίσω αυλή ήταν το αγαπημένο μου σημείο ολόκληρου τού οικοπέδου.
Στην άκρη τού φράχτη που μάς χώριζε από
την αυλή τού Φιλέρη, υπήρχε ένα άνοιγμα στο συρματόπλεγμα, που, όταν ήμουν
μικρός μού χρησίμευε πολύ, κάθε φορά που κάποια μπάλα κατέληγε στην άλλη
πλευρά.
Στην μεγαλύτερη από τις δύο νεραντζιές,
σκαρφάλωνα πάντα, όταν παίζαμε κρυφτό με τα υπόλοιπα παιδιά τής γειτονιάς. Μια
φορά είχα μείνει τελευταίος και, βλέποντας τον Γιάννη να με ψάχνει στην
αντίθετη γωνία, αποφάσισα να πηδήξω κατευθείαν κάτω και να τρέξω για
«ξελευτερία». Έσπασα το πόδι μου.
Στο ερείπιο που δέσποζε (τρόπος τού
λέγειν) στο οικόπεδο πίσω από το δικό μας, είχα πάει για πρώτη φορά με κορίτσι,
τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά από την άνεση τού κρεβατιού μου, λίγο πριν
κλείσω τα δεκάξι. (Η Γιάννα σκέφτηκε πως θα ήταν δόκιμο να μού κάνει μια σκηνή
ζηλοτυπίας. Δεν με πείραξε. Έτσι κι αλλιώς, τα πιο καίρια πράγματα λέγονται
μεταξύ σοβαρού και αστείου.) Το καλοκαίρι που είχε ακολουθήσει αυτού τού
σημαδιακού γεγονότος, είχα κάνει ένα πάρτι, είχα πιει τέσσερα ολόκληρα κουτάκια
μπίρα κι είχα πλακωθεί με τον κολλητό μου τον Γιάννη, επειδή νόμιζα πως την
είχε πέσει στην ίδια εκείνη κοπέλα που, λίγους μήνες πριν, είχα «φυστικώσει»
(όπως μού άρεσε να λέω τότε, ο καραγκιόζης). Ο Γιάννης πέθανε, πέντε χρόνια
μετά, οδηγώντας με την μηχανή στην παραλιακή, θύμα ενός άλλου πιώματος.
Η σπειροειδής εξωτερική σκάλα που
οδηγούσε στον πάνω όροφο έτριζε, κάθε φορά που ένα πόδι πάταγε πάνω της, κι εγώ
έπρεπε κάθε τόσο να καθησυχάζω την Γιάννα, που προχωρούσε μπροστά μου, πως
τίποτα κακό δε θα συνέβαινε. Από το μπαλκόνι προσπάθησα να τής δείξω το
στέγαστρο Καλατράβα -μια τελετουργία σχεδόν υποχρεωτική για τους (πρώην, έστω)
κατοίκους τών βορείων προαστείων που ξεναγούν στην περιοχή τους άτομα από άλλα
σημεία τού λεκανοπεδίου ή και τής χώρας-, αλλά ολόκληρο το Μαρούσι είχε κρυφτεί
κάτω από μια απειλητική καταχνιά.
Στον πάνω όροφο έμενε πλέον μόνο η μικρή
μου αδερφή, που εκείνο το Σαββατοκύριακο είχε πάει εκδρομή στο Πήλιο ή, τέλος
πάντων, σε κάποιο ορεινό θέρετρο. Ήμασταν μόνοι μας. Τής έδειξα τα δωμάτια τών
άλλων δύο, έγραψα «Είσαι νούμερο» στον πίνακα τής αδερφής μου, και μετά οδήγησα
την Γιάννα στο παλιό μου άντρο.
Όπως και στην κρεβατοκάμαρα τού μεγάλου
μου αδερφού, όλα είχαν μείνει ανέπαφα, και διατηρούνταν τακτοποιημένα και
καθαρά, όπως την ημέρα που είχα φύγει, για να μείνω στην μικρή γκαρσονιέρα στο
Κουκάκι. Όσα βιβλία, κασέτες, μολυβοθήκες και λοιπά μπιχλιμπίδια είχα αφήσει
πίσω μου, ακόμα και τα περιοδικά που είχα στιβάξει πρόχειρα στο πάτωμα, δίπλα
στο κρεβάτι, είχαν αφεθεί ευλαβικά στην ίδια εκείνη θέση που τα θυμόμουν, κάθε
φορά που προσπαθούσα να ανασυνθέσω κάποια σκηνή –σημαντική ή τυχαία, φορτισμένη
ή πληκτική- από τη ζωή μου, είτε ως παιδιού είτε ως εφήβου, σ’αυτό το συνήθως
ανήλιαγο δωμάτιο.
Στους τοίχους, ακόμα οι γνωστές αφίσες·
στον δυτικό, ο Πόλεμος τών Άστρων, στον ανατολικό, ο Ρόουαν Άτκινσον ως η πρώτη
από τις Μαύρες Οχιές και, στον βόρειο, απέναντι από το κρεβάτι μου, σε
στρατηγική θέση, η Πάμελα Άντερσον, με το κόκκινο μαγιώ τών ναυαγοσωστριών, να
τρέχει ακόμα προς κάποιον άγνωστο προορισμό, στον οποίο, λογικά, μετά από τόσα
χρόνια, θα ’πρεπε να ’χε πια φτάσει.
Η
Γιάννα παρατηρούσε την μικρή καναδέζα, μ’ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη.
- Ώστε η Πάμελα, ε;
- Μα δεν την είχα κρεμάσει για την
Πάμελα την αφίσα. Την είχα κρεμάσει για όλη τη σειρά, γενικά, γιατί ήταν
ποιοτική και έδινε θετικά πρότυπα στη νεολαία.
Συνέχισε να χαμογελά˙ κάθισε στο παλιό
μου κρεβάτι και χτύπησε δυνατά το στρώμα
και με τις δυό της παλάμες, σαν να το δοκίμαζε.
- Ανθεκτικό το στρωματάκι σου, είπε.
- Ναι, είπα εγώ και κάθισα δίπλα της.
Ειδικά, αν φανταστείς πόσα έχει περάσει.
- Ναι, είμαι σίγουρη, είπε, με δήθεν
στραβωμένο το μουτράκι της.
Κάθισα πίσω, ακουμπώντας στον τοίχο, ενώ
αυτή ξεφύλλιζε κάποιο τεύχος τού Τριπόντου από το ’94. Θυμήθηκα τον Γιάννη, να
αποφεύγει με απόλυτη διαύγεια τις άστοχες, ζαλισμένες μου γροθιές και να
προσέχει παράλληλα μήπως και σωριαστώ κάτω, από την υπερπροσπάθεια και το
αλκοόλ. Η Φαίδρα, λίγα βήματα πιο πέρα, μάς ούρλιαζε να σταματήσουμε. Την
επόμενη μέρα, περηφανευόμουν σαν βλάκας -στον εαυτό μου-, ότι μόνο εγώ είχα
κάνει αυτό το αιώνια ήρεμο και κρυψίνοο πλάσμα να ουρλιάζει έτσι.
Η Γιάννα παράτησε το περιοδικό και
σύρθηκε προς το μέρος μου
- Θα ήθελα να σε είχα γνωρίσει όταν
ήσουν μικρός... εξομολογήθηκε, με ένα νοσταλγικό βλέμμα στα τέλεια μάτια της.
- Μπα, τί να με κάνεις; Βλακάκος ήμουνα.
- Α, είπε, τότε είναι σαν να σε είχα
γνωρίσει, μού απάντησε, και, με τον δείκτη τού δεξιού της χεριού, έδωσε ένα
ανεπαίσθητο χτύπημα στην μύτη μου.
Ξανακάθισε κανονικά και πήρε ένα άλλο
Τρίποντο στα χέρια της.
Ήρθα κοντά της κι έφερα το ένα χέρι μου
γύρω από την μέση της. Με το άλλο, έσπρωξα πίσω τα μαλλιά που έπεφταν στο
πρόσωπό της. Τής ψιθύρισα στο αυτί. Φίλησα τον λεπτό, ευωδιαστό λαιμό της.
Γύρισε προς το μέρος μου μ’ένα καρτερικό βλέμμα στα μάτια.
- Θέλω να ξέρω πού βαδίζουμε, είπε,
αψυχολόγητα.
- Ααα, η ατάκα που κάθε άντρας θέλει
ν’ακούει όταν φιλάει τον λαιμό τής κοπέλας του.
- Δεν είναι αστείο, είπε, και ξαναπέταξε
το περιοδικό στον σωρό απ’όπου τό’χε πάρει. Θέλω να ξέρω.
- Άσε μας, ρε Γιάννα. Ό,τι θυμάσαι,
χαίρεσαι.
- Δεν είναι...
- Πώς σού’ρθε ξαφνικά; Άκουσες για τη
Φαίδρα και ζήλεψες;
- Όχι, το σκέφτομαι εδώ και καιρό.
- Εδώ και καιρό. Μάλιστα. Και θέλεις
απάντηση τώρα.
- Καλά, κατάλαβα, είπε και σηκώθηκε να
φύγει.
Την πρόλαβα λίγο πριν φτάσει στην
ταλαιπωρημένη πόρτα τού παλιού μου δωματίου, την έπιασα από το μπράτσο και την
ανάγκασα να γυρίσει να με κοιτάξει.
Πολύ ήρεμα, πέρασα τα χέρια μου από τα
μαλλιά της. Απέφευγε να συναντήσει το βλέμμα μου.
Την καθησύχασα, λέγοντάς της τα πράγματα
ακριβώς που ήθελε να ακούσει. Ήμουν, όμως, προσεκτικός. Υπαινίχθηκα τα πάντα
και δεν υποσχέθηκα τίποτα.
Την πήρα από το χέρι και την έβαλα να
καθίσει δίπλα μου στο κρεβάτι. Την φίλησα στοργικά αλλά και απρόθυμα. Υπήρχε
ένα άλλο ζευγάρι χείλια που νοσταλγούσα εκείνη τη στιγμή, στην πραγματικότητα,
όλη την ημέρα. Τα λεπτά, ανάγλυφα χείλη τής Γιάννας δε άντεχαν στη σύγκριση.
Συνεχίσαμε έτσι. Μετά από λίγο έφερα το
χέρι μου στο στήθος της κι αυτή το κατέβασε γρήγορα. Ξαναπροσπάθησα να την
αγγίξω κι αυτή αρνήθηκε κοφτά, ένα όχι που όντως σήμαινε όχι.
Είπα «ok» και ξάπλωσα πίσω. Ήρθε κι έγειρε το όμορφο
κεφάλι της στο στέρνο μου, ικανοποιημένη, ακόμα κι ευτυχισμένη.
Κοιτούσα πάνω, το ταβάνι, όταν με ρώτησε
τί σκέφτομαι.
Τής απάντησα κάτι άσχετο, αποπροσανατολιστικό.
Στην πραγματικότητα, σκεφτόμουν εκείνη
την λεπτομέρεια που συνέδεε μεταξύ τους όλα τα περιστατικά που είχα αφηγηθεί
προηγουμένως στην ξενάγησή μου και, παρόλο που την είχα εσκεμμένα παραλείψει,
ήταν αυτή ακριβώς η λεπτομέρεια που με είχε ωθήσει να επιλέξω να παραθέσω τα
συγκεκριμένα περιστατικά και όχι άλλα, προκειμένου να διασκεδάσω –ή μήπως,
εξαιτίας τού συναισθηματικού μαζοχισμού που μάς χαρακτηρίζει όλους, να
εντείνω;- μια κρυφή απογοήτευση που με είχε, εδώ και κάποια ώρα, κυριεύσει.
Το
επεισόδιο με το εντεκάχρονο αγόρι που περνάει μέσα από έναν συρμάτινο φράχτη,
μιμούμενο κάποιον δραπέτη, ήταν κατά μίαν έννοια διασκεδαστικό, για
οποιονδήποτε τύχαινε να το ακούσει (όπως, βεβαίως, ήταν διασκεδαστικό και για
την Γιάννα), για το ίδιο το αγόρι, όμως, που κόντευε πια να τριανταρίσει, πιο
σημαντικό ήταν αυτό που αντίκρυσε, περνώντας στην άλλη πλευρά, την τελευταία
φορά που χρησιμοποίησε εκείνο το άνοιγμα. Στεκόταν από πάνω μου, το πρόσωπό της
ήδη εκπληκτικό, και με περιεργαζόταν με ένα αυστηρό αλλά και απορημένο βλέμμα
στα μεγάλα, μαύρα μάτια της. Μείναμε για κάμποσα δευτερόλεπτα έτσι, εγώ
σκυμμένος, με το σύρμα να πιέζει τα πλευρά μου, εκείνη όρθια, με τα χέρια της
σταυρωμένα στο στήθος, αμφότεροι σιωπηλοί και χωρίς να ξέρουμε τί να κάνουμε.
Τελικά, μπήκα στην αυλή της, πήρα την μπάλα μου και, προτού περάσω και πάλι στη
δική μου πλευρά, την αποχαιρέτησα λέγοντάς της «χάρηκα πολύ που τα είπαμε», μια
από εκείνες τις εξυπνάδες που είχα ξεσηκώσει από τις αμερικάνικες ταινίες κι
είχα μάθει από πολύ μικρός να χρησιμοποιώ.
Όταν έσπασα το πόδι μου, εκείνη είχε και
πάλι μια μικρή ανάμειξη. Τότε έμενε ακόμα με την μητέρα της στη Γαλλία. Εκείνο
το καλοκαίρι θα το πέρναγε με τον πατέρα της και τη δεύτερη σύζυγό του, που
είχαν μόλις αγοράσει τη διπλανή μονοκατοικία. Εκτός από ένα δεκαπενθήμερο, κατά
το οποίο είχε επισκεφθεί μαζί τους δύο νησιά τού Αιγαίου –θυμάμαι ακόμα και
ποια νησιά ήταν αυτά, η Πάρος και η Νίσυρος- είχαμε περάσει κάθε μέρα μαζί. Το
τελευταίο βράδυ της στην Ελλάδα, είχε βγει με τον πατέρα της και τη γυναίκα του
για φαγητό. Είχαν επιστρέψει νωρίς, αλλά δεν την είχαν αφήσει να έρθει στην
αυλή μου, όπου είχαμε μαζευτεί όλα τα υπόλοιπα παιδιά τής γειτονιάς και παίζαμε
κρυφτό. Κρυμμένος στα πιο ψηλά κλαδιά τής νεραντζιάς, αόρατος για τον Πέτρο,
που εκείνη την ώρα έψαχνε στον μπροστινό κήπο, αγνάντευα τον πάνω όροφο τού
σπιτιού τού Φιλέρη, σαν να ήταν ένας χαμένος παράδεισος, αφ’ης στιγμής εκείνη
θά’φευγε και, μάλιστα, χωρίς να με αποχαιρετήσει. Ξαφνικά, αντιλήφθηκα κάποιον
να πλησιάζει το δέντρο˙ ήταν εκείνη. Είχε βγει κρυφά από το δωμάτιό της, είχε
περάσει το φράχτη, κι είχε έρθει να με βρει. Μού ψιθύρισε να κατέβω˙ τής
εξήγησα πως δεν μπορούσα, γιατί έτσι θ’αποκάλυπτα την κρυψώνα μου. Με απείλησε
πως θα γύριζε στη Γαλλία χωρίς να με αποχαιρετήσει. Θά’φευγε ξημερώματα, πολύ
πριν ξυπνήσω. (Γελάμε πάντα όταν θυμόμαστε κάτι τέτοια παιδικά καμώματα, αλλά
αυτά που κάνουμε ως ενήλικες δε διαφέρουν και τόσο.) Τής είπα να αφήσει τους
εκβιασμούς˙ αν ήθελε, ας περίμενε, αλλιώς, στο καλό. Άρχισε να περπατάει προς
το φράχτη. Μη ξέροντας τί άλλο να κάνω, πήδηξα γρήγορα κάτω. Ένιωσα κάτι να
ραγίζει, κι αμέσως μετά έναν μεγάλο, άγνωστο μέχρι τότε πόνο. Δεν έβγαλα άχνα,
για να μη δώσω στον Πέτρο να καταλάβει πού βρισκόμουν. Το κορίτσι γύρισε πίσω,
με είδε πεσμένο κι έτρεξε κοντά μου. Με ρώτησε αν ήμουν καλά και αν πονούσα.
Γονάτισε δίπλα μου και μού κράτησε το χέρι. Βλέποντας το τέλειο πρόσωπό της
τόσο κοντά μου, δεν μπορούσα παρά να την πλησιάσω και να τη φιλήσω στο στόμα.
Μείναμε έτσι για αρκετή ώρα. Απ’αυτήν την πρόωρη έκσταση, απ’αυτό το αναπάντεχο
αποκορύφωμα, μάς έβγαλαν οι κραυγές απογοήτευσης τών υπόλοιπων παιδιών. Ο
Πέτρος είχε έρθει στην πίσω αυλή, με είχε δει ξαπλωμένο δίπλα στη νεραντζιά, το
στόμα μου ενωμένο με εκείνο τής Φαίδρας, το αριστερό μου χέρι στα πλούσια ξανθά
μαλλιά της, κι είχε τρέξει να με «φτύσει». Το παιχνίδι είχε τελειώσει.
Δεν την ξαναείδα παρά τέσσερα-πέντε
χρόνια αργότερα, στο κέντρο τής Αθήνας. Είχε επιστρέψει στην Ελλάδα μόλις
λίγους μήνες νωρίτερα, και ζούσε μαζί με την μητέρα της στο Κολωνάκι. Έκανε πως
δεν με γνώριζε, γιατί, όπως τουλάχιστον μού εξομολογήθηκε κατόπιν, μ’ είχε
περάσει για έναν άλλον, αντιπαθητικό γνωστό της. Βρισκόμασταν κάπου στην
Ομόνοια. Εντελώς αναπάντεχα, ξέσπασε καταρρακτώδης βροχή. Τρέξαμε να βρούμε
καταφύγιο στο κατώφλι ενός νεοκλασσικού κτιρίου εκεί κοντά, και περάσαμε μισή
ώρα παρακολουθώντας το νερό να πέφτει ασταμάτητα, με μανία, ενώ ανταλλάσαμε νέα
από τα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από την τελευταία μας, επεισοδιακή
συνάντηση. Προσπαθούσα να την κάνω να γελάσει, ελπίζοντας να ξανακερδίσω έτσι
την εύνοιά της˙ εκείνη ήταν απλά εκείνη, η πανέμορφη συνέχεια που υποσχόταν το
εντυπωσιακό πρόσωπο τών έντεκα Μαΐων. Συναντηθήκαμε πολλές φορές μετά από
εκείνο το βροχερό απόγευμα, και από ένα σημείο και μετά, συναντιόμασταν σχεδόν
καθημερινά, πάντα, όμως, στο κέντρο, εξαιρετικά σπάνια στο Χαλάνδρι, και ποτέ
στη γειτονιά μου, γιατί ο Φιλέρης, ισχυριζόταν εκείνη, θα το έφερε βαρέως, αν
καταλάβαινε πως η κόρη του ερχόταν ως εκεί για μένα κι όχι για τον ίδιο.
Μόνο μια φορά την έπεισα να έρθει ως τη
γειτονιά μου. Ήταν αργά κι ήλπιζε πως οι δικοί της θα κοιμούνταν. Έκανε κρύο
στο παλιό, ερημωμένο σπίτι, που η στέγη του είχε καταρρεύσει. Βολευτήκαμε στα
ξερά χόρτα, με το μπουφάν μου για κουβέρτα. Ήταν συγκλονιστική η αίσθηση τού
ν’αγγίζεις αυτό το κορμί, τα μακριά, λεπτά πόδια, τον απαλό λαιμό, τα χυμώδη
χείλη. Έβγαλε την μπλούζα της και μ’άφησε να χαϊδέψω το στήθος της. Αργότερα,
ξάπλωσε πίσω. Δεν ήθελε να λύσω τα μαλλιά της, για να μην γεμίσουν κλωνάρια.
Το βράδυ τού πάρτι, μετά τον υποτιθέμενο
καυγά με το Γιάννη, έκανε πως δεν με ήξερε. Μείναμε μαζί για τρεις μήνες ακόμα
και μετά τέλος. Απέφευγε να απαντάει στα τηλεφωνήματά μου, απέφευγε να
ανεβαίνει στο Χαλάνδρι, για να δει τον πατέρα της. Δύο χρόνια αργότερα, έφυγε
για σπουδές στη Γαλλία κι έμεινε εκεί σχεδόν μια δεκαετία, ώσπου γνώρισε τον
ηλίθιο που παντρεύτηκε. Την έπεισε να γυρίσουν στην Ελλάδα, και τώρα έμεναν σε
μια «σπιταρόνα» στη Βάρη.
Μού έλειπε όλα αυτά τα χρόνια, και
υπήρχαν φορές που δεν μπορούσα καν να πιστέψω ότι την είχα δική μου, έστω για
εννιά-δέκα μήνες. Τώρα, δεν μπορούσα να την ξανακερδίσω ποτέ, και θα έμενα με
την Γιάννα ή με οποιαδήποτε ανεπαρκή Γιάννα.
Εν είδει τελευταίου αποχαιρετισμού,
προσπάθησα, εκείνο το απόγευμα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, με την Γιάννα να
έχει κουρνιάσει ανυποψίαστη στο πλευρό μου, να ξαναζήσω από την αρχή τη νύχτα
στο ερείπιο, το φως από το δρόμο που έπεφτε στο πρόσωπό της, τα απαλά της
χέρια, τους λείους της ώμους, τα συγκρατημένα της βογγητά –ο πατέρας της
καραδοκούσε στο διπλανό σπίτι-, την ευτυχία που μού προκαλούσε το να βρίσκομαι
επιτέλους μέσα της. Αλλά δεν ήταν αρκετό. Η νοσταλγία δεν αποδίδει ποτέ
καρπούς˙ το καταφύγιο που σού παρέχει καταρρέει σχεδόν αμέσως και σε αφήνει
ξανά εκτεθειμένο.
Η φωνή τής μητέρας μου από τον διάδρομο με ξύπνησε
ξαφνικά από τις ονειροπολήσεις μου, ακριβώς όπως οι κραυγές απελπισίας τών
παιδιών, το βράδυ που ο Πέτρος είχε ανακαλύψει την κρυψώνα μου. Η Γιάννα
σηκώθηκε από πάνω μου και μαζί κατεβήκαμε στο ισόγειο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου