Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Ρίτα # 16

Έβρεχε καραμπίνες και κάποιος της είχε κλέψει την ομπρέλα. Στεκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας, μη ξέροντας που αλλού να πάει, αφού ο δρόμος ήταν πλημμυρισμένος και από τον ουρανό έπεφταν τόνοι νερό. Κάποια στιγμή, ένας άντρας θέλησε να μπει στο κτίριο.
-Σας έπιασε η βροχή, ε; της είπε, κοντοστέκοντας δίπλα της.
-Ναι, του απάντησε εκείνη, κακόκεφη.
-Ορίστε, πάρτε την ομπρέλα μου.
-Ευχαριστώ, αλλά έτσι κι αλλιώς, με τόσο νερό που ρίχνει, δεν έχω πού να πάω. Φοράω και τακούνια…
-Τότε, μήπως θέλετε να ανέβετε σπίτι μου; Έχω πάρει κάτι εκπληκτικά σοκολατάκια.
-Σοκολατάκια, ε;
-Φάνηκα φλώρος, μάλλον.
-Όχι, όχι. Ευχαρίστως να ανέβω. Εξάλλου, δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω.
Έφτασαν σπίτι του, στον δεύτερο όροφο. Της άνοιξε και την άφησε να περάσει πρώτη. Το διαμέρισμα ήταν διακοσμημένο με γούστο, και φαινόταν ζεστό, ανθρώπινο. Η κοπέλα ένοιωσε αμέσως άνετα, σαν να το ήξερε χρόνια αυτό το σπίτι. Κάθισε στον καναπέ του. Εκείνος της είπε το όνομά του.
-Χάρηκα, του είπε, εμένα με λένε Ρίτα.
Ο άντρας πήγε στην κουζίνα και ετοίμασε τσάι. Επέστρεψε, φέρνοντας μαζί του δύο κούπες και τα περιβόητα σοκολατάκια. Της έβαλε να ακούσει ένα δίσκο του Μάιλς Ντέιβις, κι εκείνη αμέσως ένοιωσε μια απίστευτη ζεστασιά να την τυλίγει.
Μετά το τσάι, ήπιανε ουίσκυ. Μετά το ουίσκυ, χορέψανε. Μετά τον χορό, κάνανε έρωτα. Μετά ήρθε το πρωί.
Ο άντρας ξύπνησε πάνω που η Ρίτα έβαζε τα ρούχα της κι ετοιμαζόταν να φύγει.
-Ρίτα, μην φεύγεις.
-Πρέπει.
-Πότε θα σε ξαναδώ;
-Την επόμενη φορά που θα βρέξει.
Του φάνηκε η πιο χυδαία, η πιο απάνθρωπη ατάκα αποχαιρετισμού. Μετά από αυτό δεν μπήκε σε περαιτέρω κόπο να την μεταπείσει. Την άφησε απλώς να φύγει.
Πέρασε ένας στεγνός μήνας. Εκείνος είχε αποθαρρυνθεί εντελώς. Τα απογεύματα, μετά τη δουλειά, στεκόταν μπρος στο παράθυρο του διαμερίσματός του και κοίταζε έξω, πουθενά συγκεκριμένα. Ένα τέτοιο απόγευμα, πρόσεξε τις πρώτες σταγόνες βροχής που είχαν αρχίσει να πέφτουν. Χαμογέλασε πικρά. Η μπόρα άρχισε να πέφτει με μανία. Εκείνος έβαλε ένα δίσκο του Μάιλς Ντέιβις και βυθίστηκε στον καναπέ του. Όταν χτύπησε το κουδούνι του, δεν είχε καν όρεξη να σηκωθεί να ανοίξει. Όμως, όποιος κι αν βρισκόταν έξω από την πόρτα του, επέμεινε. Ο φίλος μας αναγκάστηκε να σηκωθεί, και τότε την είδε μπροστά του.
-Βρέχει, του είπε.

Ήταν το πιο ευπρόσδεκτο δελτίο καιρού. Ποτέ πριν δεν είχε χαρεί τόσο πολύ που κάποιος του εξέθετε το προφανές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου