Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Ρίτα # 12

Απολάμβανε τη μοναχικότητά του. Εόρταζε τη μοναδικότητά του. Ήταν κι αυτός ένας λύκος της στέπας, όπως έλεγε ένα μυθιστόρημα που είχε διαβάσει μικρός. Είχε γνωρίσει τόσους μπάρμεν και τόσους ντιτζέι που μπορούσε να βγαίνει κάθε βράδυ σε άλλο μπαρ και να έχει κάποιον να μιλήσει, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να τους μπάσει στο σπίτι του. Κι άλλωστε, αυτοί από την πλευρά τους τον εκτιμούσαν αρκετά, καθότι συγγραφέας, καθότι άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών.
Πηγαίνοντας στον Υστερόγατο, νόμιζε πως θα πετύχαινε το γνωστό πλήθος. Και ήταν όντως όλοι τους εκεί, με μία προσθήκη, όμως. Το μαγαζί είχε προσλάβει καινούρια σερβιτόρα. Της μίλησε με την ανετίλα που νόμιζε πως είχε αποκτήσει σαν μισοπετυχημένος λογοτέχνης. Εκείνη δεν μάσησε. Του ζήτησε απλώς να της πει τι ποτό ήθελε. Της είπε, ελαφρώς ταπεινωμένος. Σκέφτηκε να της πει κάτι έξυπνο όταν θα του το έφερνε, αλλά δεν πρόλαβε να το ξεστομίσει. Του το άφησε στον πάγκο κι έφυγε. Κι όλο το βράδυ πέρασε έτσι, εκείνος να ζητά ποτά ελπίζοντας να την εντυπωσιάσει με μια ατάκα κι εκείνη να φεύγει προτού εκείνος να μπορέσει να της πει ούτε καν ευχαριστώ.
Από τα πολλά ποτά, έγινε χώμα. Έμεινε μισοκοιμισμένος στο τραπέζι του. Ήρθε ο ιδιοκτήτης να τον περιμαζέψει, να του πει πως ήταν ώρα να κλείσουν. Ο φίλος μας δεν καταλάβαινε. Ωστόσο, παρά τη μέθη του, δεν είχε ξεχάσει το ενδιαφέρον του για την καινούρια σερβιτόρα. Βλέποντάς τη να παρακολουθεί από μακριά τις προσπάθειες του αφεντικού της, τη φώναξε κοντά του. Εκείνη πλησίασε διστακτικά.
-Εμένα που με βλέπεις, είμαι συγγραφέας, της είπε.
Εκείνη δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα.
-Όπως όλοι μας, εξάλλου, μπόρεσε τελικά να του πει.
-Όχι, όχι, εγώ είμαι καλός, της ξεκαθάρισε εκείνος.
-Όλοι καλοί είμαστε, του είπε εκείνη, απαλλάσσοντας το αφεντικό της από την περίθαλψη.
-Πώς σε λένε; ρώτησε ο συγγραφέας.
-Ρίτα.
-Ωραίο όνομα.
-Ευχαριστώ.
-Θα με πας σπίτι μου;
-Θα σε πάει το αφεντικό.
-Εγώ θέλω εσένα.
-Κάποια άλλη φορά.
-Εντάξει.
Σπίτι του τελικά τον πήγε ο ιδιοκτήτης του μπαρ. Το επόμενο μεσημέρι ο συγγραφέας ξύπνησε σε μια άθλια κατάσταση ζάλης και δυσανεξίας. Καθώς έφτιαχνε τον καφέ που έλπιζε να τον απαλλάξει από όλο αυτό το χάλι, άρχισε να θυμάται. Μέχρι που θυμήθηκε το τέλος της βραδιάς. Ρεζίλι! Τι ρεζιλίκι ήταν αυτό! Πώς θα ξέπλενε τώρα την ντροπή; Πώς αλλιώς παρά αποφεύγοντας να ξαναπατήσει στο συγκεκριμένο μπαρ.
Περνούσε πια μόνο απέξω, χωρίς ποτέ να μπαίνει μέσα. Μα κάθε φορά που περνούσε από εκεί και την έβλεπε να σερβίρει τα ποτά στους θαμώνες, δεν σκεφτόταν το ρεζιλίκι. Σκεφτόταν μόνο πόσο όμορφη ήταν. Και τώρα, πώς θα μπορούσε να την κάνει δική του; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου