Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΙΚΡΟΤΗΤΕΣ #7

#7 – Το κλειδωμένο ποστ

-Θα μάθεις εν ευθέτω χρόνω, της είπε, εμφανώς ευχαριστημένος από τα ελληνικά του. Πάντα του άρεσαν τέτοιες εκφράσεις – τον έκαναν να αισθάνεται… συγγραφέας.
         Η κοπέλα, όμως, δεν νοιαζόταν γι’ αυτό. Ήθελε να ξέρει γιατί τη χώριζε.
         -Θα τα γράψω όλα σε ένα ποστ στο μπλογκ μου, που θα το έχω κλειδωμένο. Θα το στείλω μόνο σε σένα, για να το διαβάσεις και να καταλάβεις.
    Του άρεσε και αυτό: ο τρόπος που η σύγχρονη τεχνολογία διαπλεκόταν με τη λογοτεχνία (τεχνολογία-λογοτεχνία, πώς του άρεσε αυτή η αντιστροφή των συνθετικών!), το πώς το κείμενό του, το τόσο αριστοτεχνικά γραμμένο  θα ήταν από τη μια δημόσιο κι από την άλλη μυστικό.
        Η κοπέλα έφυγε κλαίγοντας. Μερικές μέρες μετά, άνοιξε το ίνμποξ της και είδε το λινκ που την οδηγούσε στο κλειδωμένο ποστ που ο άλλος της είχε υποσχεθεί. Στην αρχή αρνήθηκε να το διαβάσει. Λίγες ώρες αργότερα, έχοντας βγει έξω κι έχοντας πιει αρκετά, γύρισε στο σπίτι της και, ανοίγοντας την οθόνη του υπολογιστή, αντίκρυσε ξανά μπροστά της το κείμενο. Διάβασε τις πρώτες γραμμές, αλλά έπειτα έπεσε για ύπνο, καταβεβλημένη από τη νύστα και το πιώμα και την κούραση και την ερωτική απογοήτευση.
       Ξυπνώντας το επόμενο πρωί, ξανάνοιξε την οθόνη και το κείμενο ήταν και πάλι εκεί: αποφάσισε να το διαβάσει, έχοντας ξεχάσει, λόγω χανγκόβερ, περί τίνος επρόκειτο. Αυτό που αντίκρυσε ήταν το πιο γελοίο, το πιο σαθρό, το πιο αυτάρεσκο γράμμα χωρισμού που είχε διαβάσει ποτέ της. Ο συγγραφέας – έτσι όριζε τον εαυτό του, παρόλο που δεν είχε δημοσιεύσει ούτε μισό χαϊκού εκτός του μπλογκ του -, προσπαθούσε συνεχώς να μειώσει εκείνη και να εξυψώσει τον εαυτό του, με μια γλώσσα επιτηδευμένη, με συνεχείς αναφορές στα ψαγμένα μπαρ όπου πήγαινε εκείνος και που εκείνη δεν θα μάθαινε ποτέ αν δεν βρισκόταν αυτός στο δρόμο της, με μπάντες που άκουγε εκείνος και που ελάχιστοι στον πλανήτη είχαν ανακαλύψει και που μόνο αυτές μπορούσαν να “articulate” το πόσο καταθλιπτικός και μυστηριώδης ήταν, το πώς εκείνος ήταν "beyond and above styles and genres” ενώ εκείνη ήταν απλά μια χορεύτρια της Λυρικής, μια καλλιτεχνίζουσα αλλά όχι καλλιτέχνις κ.ο.κ.
    Μέχρι να φτάσει στο τέλος του κειμένου, η κοπέλα είχε πλαντάξει – στα γέλια. Καταλάβαινε πλέον πόσο χρόνο είχε χαραμίσει με αυτόν τον βαθιά υπερφίαλο, βαθιά αμόρφωτο, βαθιά εγωπαθή άνθρωπο. Έστειλε το λινκ και τον κωδικό για το ξεκλείδωμα στην κολλητή της, εμπιστευτικά, αλλά η κολλητή το έστειλε σε περίπου 50 γνωστούς της. Μέχρι το βράδυ, το κλειδωμένο ποστ είχε διαβαστεί από περί τα 4.000 άτομα. Είχε γίνει, όπως θα έλεγε κι ο συγγραφέας του, viral.
      Στην αρχή, ο τύπος έγινε περίγελως. Αλλά έπειτα, καθώς σε μια χώρα ημιμαθών, ο ναρκισσισμός – ειδικά όταν είναι αβάσιμος – θεωρείται ως το υπέρτατο προτέρημα, ο κατά φαντασίαν συγγραφέας έλαβε μια πρόταση από ένα μουσικό σάιτ για να γράφει τις κριτικές τους και, μερικούς μήνες, αργότερα, εξέδιδε το πρώτο του βιβλίο, που στο μυαλό του – στο μυαλό του και μόνο - ήταν εφάμιλλο του City On Fire του Garth Risk Hallberg.


(Αυτή τη φορά, η γελοιοποίηση ήταν οριστική.)

2 σχόλια: