Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Ξενία, του Πάνου Χ. Κούτρα

Πάντα θεωρούσα βιαστική αυτή την α λα Αλμοδοβάρ μετάβαση του Πάνου Χ. Κούτρα από το σινεμά του κιτς και του γκροτέσκο προς το μελόδραμα στο στυλ του Douglas Sirk. Εκεί που ο «Γιγαντιαίος Μουσακάς» ήταν μια απολαυστική b-movie, που λειτουργούσε, όμως, και σε ένα δεύτερο επίπεδο, η «Αληθινή Ζωή» ήταν, πολύ απλά, μια κακή ταινία, με αδύναμο σενάριο και εξίσου αδύναμη διεύθυνση φωτογραφίας. Η Στρέλλα απείχε παρασάγγας και από τις δύο, διέθετε αξιοζήλευτα στοιχεία, αλλά δεν ήταν δα και η ταινία που έσωσε το ελληνικό σινεμά (αυτή παραμένει, προς το παρόν, ο Κυνόδοντας, για πολλούς και διάφορους λόγους, έστω κι αν κάποιοι δυσκολεύονται να το καταλάβουν).
            (Από την άλλη, βέβαια, ίσως γίνομαι υπερβολικά «ψείρας». Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, ένας σκηνοθέτης με όραμα – όπως είναι ο Πάνος Χ. Κούτρας – δεν βρίσκει καν τον απαιτούμενο χρόνο, το απαιτούμενο κουράγιο, την απαιτούμενη στήριξη (και, φυσικά, τα απαιτούμενα φράγκα) ώστε να γυρίσει όλες τις ταινίες που θέλει, πόσο μάλλον τις ταινίες που οφείλει (στον εαυτό του)).
            Δεδομένων όλων αυτών, αλλά και του ανηλεούς hype που υπέστημεν, κινηματογραφόφιλοι και μη, τους τελευταίους μήνες, δεν ήξερα τι να περιμένω από την καινούρια ταινία του σκηνοθέτη της Στρέλλας. Ωστόσο, όλες οι αμφιβολίες και η δυσπιστία πήγαν περίπατο με το που ξεκίνησε η «Ξενία». Οι χαρακτήρες ήταν τόσο ζωντανοί, το σενάριο τόσο μεστό, η φωτογραφία τόσο άρτια, που ξεχνούσες τα πάντα και αφοσιωνόσουν σε αυτό που συμβαίνει στην οθόνη. Η «Ξενία» είναι μια ταινία πλούσια σε δράση (προς Θεού, δεν εννοώ πως είναι action movie), σε συναίσθημα, σε ένταση, και το σημαντικό είναι πως πίσω από όλα αυτά, πίσω από το καθετί που εκτυλίσσεται στην οθόνη, υπάρχει πάντα – ανελλιπώς – και ένα δεύτερο, και ένα τρίτο επίπεδο – δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια απλή προσπάθεια εντυπωσιασμού. Η «Ξενία» δεν είναι απλώς ένα φιλμ με θέμα το μεταναστευτικό και την ταυτότητα. Μιλά επίσης – με πολύ καίριο τρόπο – για την αδερφική αγάπη, την αναζήτηση του πατρικού προτύπου, τον ρατσισμό, τη βία απέναντι στους γκέι, για το ζήτημα (το Ζήτημα) του ταλέντου, τη λυτρωτική επίδραση της μουσικής, την αυτογνωσία. Είναι επίσης η μόνη ταινία από όσες έχω δει (μαζί με μία του Νίκου Περάκη, δεν θυμάμαι ποια) που καταγράφει και δείχνει σε όλη τους την απανθρωπιά τις κτηνώδεις επιθέσεις των φασιστών στις γειτονιές των μεταναστών (πράγμα που δεν έχουν κάνει, ας πούμε,  σκηνοθέτες που υποτίθεται πως κάνουν πολιτικό σινεμά – Λάνθιμος, Αβρανάς, Ζάππας). Κι όλα αυτά γίνονται με ευρηματικό, με δεξιοτεχνικό τρόπο, καθώς και με κάμποσες αναφορές σε παλιότερα αριστουργήματα (η πρώτη σκηνή έχει κάτι από “My own private Idaho”, η σκηνή στο ποτάμι έχει κάτι από τη «Νύχτα του Κυνηγού»). Ξεχώρισα τη σκηνή όπου ο Ντάνι ονειρεύεται πως έχει παγιδευτεί μέσα στο σακ βουαγιάζ του, το εύρημα με το πελώριο αντρικό στήθος, την ανατροπή με τον κούνελο (και την επανεμφάνισή του λίγο αργότερα) και την άφιξη των δύο νεαρών στο Ξενία, όπου αποδίδεται με μαεστρία και ακρίβεια το δέος που πρέπει να ξυπνά σε κάποιον το να αντικρύζει από κοντά αυτό το τόσο ιδιαίτερο, αφημένο εδώ και χρόνια στη μοίρα του μέρος. Εδώ πρέπει επίσης να τονίσω πως το ρεπεράζ και η καλλιτεχνική επιμέλεια που πρέπει να έγιναν για το φιλμ είναι εντυπωσιακά.
            Οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές του φιλμ στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Ο Νίκος Γκέλια είναι σωστός, στιβαρός, ενίοτε συγκινητικός. Την παράσταση, βέβαια, κλέβει ο Κώστας Νικούλι, που έχει, άλλωστε, και τον πιο αβανταδόρικο ρόλο. Βγάζει όλη την αφέλεια, τον τσαμπουκά, την ονειροπόληση, το χιούμορ του δεκαεξάχρονου Ντάνι. Κάποια μικρολαθάκια δεν αρκούν για να ανατρέψουν την καλή εντύπωση που αφήνει στο θεατή. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου δεν κάνει πολλά παραπάνω από όσα μας έχει συνηθίσει σε τηλεοπτικά περάσματά του, αλλά τα κάνει καλά. Ο Γιάννης Στάνκογλου για πρώτη φορά δεν διεκπεραιώνει απλώς, αλλά παίζει. Για την Μαρίσα Τριανταφυλλίδου, πρέπει να πω πως με την ερμηνεία της στην «Ξενία», αποδεικνύει πως μπορεί κάλλιστα να κλέψει τον τίτλο της κατεξοχήν κινηματογραφικής ελληνίδας ηθοποιού από τη Θέμιδα Μπαζάκα και τη Θεοδοσία Τσάτσου.

            Μεστή, ενδιαφέρουσα, συγκινητική, η Ξενία είναι μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες που έχω δει και μια εξαιρετική ταινία γενικώς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου