Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Οι Επιζήσαντες (ένα διήγημα για μετά την αυγουστιάτικη μπόρα)

(Ο φετινός είναι ο τρίτος μόλις Αύγουστος που περνώ μακριά από τα εδάφη που θεωρώ τα πάτριά μου, παρόλο που στην πραγματικότητα είναι τα, ας πούμε, μητρικά - την περιοχή της Κορώνης, στη Νότια Μεσσηνία - κι αυτό λόγω μιας βλακώδους παρεξήγησης. Τέλος πάντων, σήμερα με τη βροχή, θυμήθηκα αυτό το διήγημα που είχα γράψει πριν από δέκα χρόνια, σε εκείνο ακριβώς το μέρος. 
Σημ: Τα γραμματικά και συντακτικά λάθη είναι κάμποσα.)

Ήταν μεσημέρι, και καθώς πριν μια ώρα είχε βρέξει, η θάλασσα είχε γίνει ανέλπιστα όμορφη. Το χρώμα της ήταν βαθύ γαλάζιο -όχι μπλε- κι έδειχνε απολύτως ήρεμη, σε σημείο που να πιστεύεις ότι καμιά δύναμη δεν μπορούσε να την αναταράξει, σαν να ήταν ένα γιγαντιαίο ζώο που είχε σωριαστεί σε λήθαργο γύρω-γύρω από τη στεριά κι επέβαλλε τη σιωπή παντού στο χώρο. Τα σύννεφα, παρότι είχαν επιτελέσει το έργο τους, πλανούνταν ακόμα πάνω από το υγρό στοιχείο και την ξηρά, κι έδιναν σ’όλο το τοπίο, από την παραλία και τα φυτά -ευκαλύπτους, μουριές- που την περιέβαλλαν, ως το πιο μακρινό σημείο τού ορίζοντα, την ίδια αυτή μουντή απόχρωση τού γαλάζιου, καθώς και μια απέραντη, υποβλητική αίσθηση γαλήνης -παρόμοια μ’αυτή που θα ένιωθαν σίγουρα οι επιζήσαντες τού μεγάλου προϊστορικού κατακλυσμού, βγαίνοντας από τις κρυψώνες τους κι ανακαλύπτοντας ότι η θεομηνία είχε πλέον καταλαγιάσει εντελώς-, σαν ο κόσμος να είχε φτάσει στο τέλος του και, τώρα, δειλά-δειλά αλλά σταθερά κι αναπόφευκτα, να ξεκινούσε πάλι από την αρχή.
       Ήταν ακριβώς αυτές οι ενδείξεις αναγέννησης, οι πρώτες δίποδες μορφές ζωής που κατέφθαναν στην ακροθαλασσιά με μικρά, διστακτικά βήματα, που χαλούσαν την ηρεμία μου και επιβεβαίωναν εκ νέου την εντύπωση που έχω εδώ και καιρό σχηματίσει, ότι ο κόσμος δεν είναι δα και τόσο όμορφος.
      Καθ’όλη τη διάρκεια τής μπόρας –επιλέγω αυτήν την λέξη, γιατί όσα μαύρα σύννεφα κι αν μαζευτούν πάνω από το κεφάλι σου, απειλητικά, οι πρώτες σταγόνες τής αυγουστιάτικης βροχής, πρώτα διάσπαρτες και λιγοστές, έπειτα χιλιάδες μαζί, σού φαίνονται πάντοτε σαν κάτι το ξαφνικό και το χωρίς λογική-, εγώ καθόμουν κάτω από το υπόστεγο τού σπιτιού πού’χα νοικιάσει και παρακολουθούσα το νερό να πέφτει ασταμάτητα και τον κόσμο να σκοτεινιάζει. Όταν τα σύννεφα στέρεψαν, βγήκα από το καταφύγιό μου, και, σε μια κατάσταση μελαγχολικής ευδαιμονίας, προχώρησα νωχελικά προς την αμμουδιά. Εκεί που τελείωνε η αυλή μου και ξεκινούσε η παραλία, βρισκόταν ένας γέρικος κορμός δέντρου, γκρίζος και ξεραμένος, που είχε γείρει τόσο πολύ, ώστε να είναι πλέον παράλληλος προς τη γη και να δείχνει προς το νερό. Αποδεικνυόταν εξαιρετικά χρήσιμος, κάθε φορά που έβγαινα να κολυμπήσω, σαν ένα τειχάκι που κρατούσε μακριά όσους επισκέπτες τής παραλίας βρίσκονταν στο δεξί μου χέρι. Σταμάτησα δίπλα του, έβγαλα τα παπούτσια μου, κάθισα κάτω και, μετά από λίγο, έγειρα προς τα πίσω. Στηριζόμενος στους αγκώνες μου, άρχισα να κοιτάω γύρω. Όταν έστρεψα το κεφάλι μου δεξιά και ύψωσα το πηγούνι μου για να μπορώ να βλέπω πάνω από το ξύλο, τους αντιλήφθηκα να πλησιάζουν.
     Περπατούσαν προς το μέρος μου από δεξιά, από εκεί που βρισκόταν το μικρό παραθαλάσσιο ξενοδοχείο, κι αμέσως σκέφτηκα ότι θα σταματούσαν κοντά μου, γιατί αυτό ήταν το πιο όμορφο σημείο ολόκληρης τής παραλίας. Οποισδήποτε με γνωρίζει, θα σάς διαβεβαιώσει ότι δεν είμαι περίεργος, όμως, με το που το μάτι μου έπεσε πάνω τους, βάλθηκα να τους παρατηρώ. Εκτός τού ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο σε ολόκληρο το οπτικό μου πεδίο που να τραβήξει την προσοχή μου -το χωριό ήταν αραιοκατοικημένο κι οι περισσότεροι φοβόντουσαν μια καινούρια μπόρα-, πρόσεξα ότι υπήρχε κάτι μάλλον παράξενο στο φέρσιμό τους, στον τρόπο που κινούνταν πάνω στην άμμο, στον τρόπο που έμεναν -από υποχρέωση, θά’λεγες- μαζί, αλλά απέφευγαν ο ένας τον άλλον.
      Σήκωσα λίγο παραπάνω το κεφάλι μου κι αμέσως το μυαλό μου άρχισε να πλάθει πιθανές ιστορίες˙ να προτρέχει σε αυθαίρετες κρίσεις˙ να βγάζει αβάσιμα συμπεράσματα. Η αλήθεια έιναι ότι ήθελα να μείνω μόνος σ’αυτό το θαυμάσιο σκηνικό, να βιώσω μόνος μου αυτήν τη θαυμάσια ατμόσφαιρα, κι άρχισα να πιστεύω πως υπήρχαν σύννεφα στη σχέση τους, σαν αυτά που δέσποζαν στον ουρανό, που δεν θα τους επέτρεπαν να απολαύσουν το ειδυλλιακό τού τοπίου και θα τους έστελναν σύντομα πίσω εκεί απ’όπου είχαν έλθει. Ίσως να τους καταριόμουν μ’αυτόν τον τρόπο, επειδή διετάρασσαν την ηρεμία μου.
       Όμως, όσο περισσότερο πλησίαζαν, τόσο περισσότερο γινόταν αντιληπτό ότι όντως κάτι άσχημο είχε συμβεί μεταξύ τους, προτού έρθουν προς τα εδώ. Η γυναίκα προπορευόταν ελάχιστα και κοιτούσε δεξιά της, προς την απέναντι ακτή που φαινόταν αμυδρά στον ορίζοντα, ενώ ο άντρας ακολουθούσε προβληματισμένος, προσπαθώντας να συγχρονίσει το βήμα του με το δικό της, λες κι αυτό θα ανεδείκνυε κάποιου είδους σύμπνοια. Παρότι φορούσε γυαλιά ηλίου -μαύρα και τεράστια-, καταλάβαινες ότι το βλέμμα του αποζητούσε κάθε τόσο, μάταια, το δικό της, αλλά, μετά από λίγα δευτερόλεπτα, στρεφόταν απότομα προς άλλη κατεύθυνση, άλλοτε προς τα αριστερά, άλλοτε προς τα κάτω, ωσάν η συνοδοιπόρος του να είχε ξαφνικά γυρίσει το καστανόξανθο κεφάλι της προς τα πίσω και να τον είχε συλλάβει να την κοιτάει- να την κοιτάει κάπως θλιμμένος.
       Με τα κλειστά στόματά τους, με τις καμπουρίτσες που είχαν προσωρινά σχηματίσει τα κορμιά τους, έμοιαζαν μάλλον με παιδιά που οι γονείς τους τα είχαν τιμωρήσει ή, ακόμα χειρότερα, τα έσερναν, με το έτσι θέλω, σε κάποια βαρετή κοινωνική υποχρέωση. Όταν έφτασαν περί τα πέντε μέτρα από το σημείο όπου βρισκόμουν εγώ, σταμάτησαν. Η κοπέλα ξεφορτώθηκε γρήγορα τις σαγιονάρες της, τινάζοντας τα πόδια της, άφησε την τσάντα της στην αμμουδιά, έβγαλε την κοντομάνικη μπλούζα της και το πολύχρωμο σορτσάκι της, και προχώρησε αποφασισμένη προς το νερό. Ο άλλος την παρατήρησε, αλλά για λίγα μόνο δευτερόλεπτα, και μετά ακούμπησε τα πράγματα που κουβαλούσε -δύο ψάθες, ένα φορητό κασετόφωνο, πετσέτες, ένα μπουκάλι νερό- στην άμμο. Κανείς απ’τους δύο δεν έδειχνε να έχει αντιληφθεί την παρουσία μου.
      Η γυναίκα προσπαθούσε να κολυμπήσει γρήγορα και βάναυσα, με αθλητικό στυλ, αλλά, μόλις μετά από δυο-τρεις απλωτές, τα παράτησε. Ίσιωσε τα μακριά μαλλιά της, έτριψε λίγο τα μάτια της κι άρχισε πάλι να κολυμπάει, διακριτικά αυτήν τη φορά. Πίσω στη στεριά, ο άντρας έστρωνε σιωπηλός την μία ψάθα, και μετά την κρατούσε κάτω με το γόνατο τού αριστερού του ποδιού, ενώ άπλωνε τα χέρια του για να σηκώσει από την άμμο πέτρες αρκετά βαριές ώστε να την συγκρατήσουν στο έδαφος, σε περίπτωση που ο άνεμος φυσούσε δυνατά. Έπειτα, άπλωσε και τη δεύτερη ψάθα και την σταθεροποίησε κι αυτήν με τον ίδιο τρόπο. Τα υπόλοιπα πράγματα τα άφησε στο ίδιο ακριβώς σημείο που τα είχε ακουμπήσει στην αρχή - δε φρόντισε να τα τακτοποιήσει περαιτέρω.
            Κάθισε στην άκρη τής μιας ψάθας, εκείνης που ήταν πιο απομακρυσμένη από την κρυψώνα μου. Κοίταζε επίμονα, πίσω από τα γυαλιά του, την κοπέλα, που είχε πια σταματήσει, αρκετά μακριά από τη στεριά. Τελικά, έβγαλε την μπλούζα του και μπήκε κι αυτός στο νερό. Ήταν κάπως αστείος ο τρόπος που κολυμπούσε˙ χτυπούσε δυνατά τα χέρια και τα πόδια του στην επιφάνεια, και, παρόλο που προσπαθούσε να επιδείξει ταχύτητα και δεξιότητα, έδινε τελικά την εντύπωση ενός ανθρώπου που δύσκολα κατορθώνει να μην πνιγεί. Η κοπέλα τον είδε να πλησιάζει και, αφού έστριψε για λίγο το πρόσωπό της, άρχισε και πάλι να κολυμπάει, αυτήν τη φορά προς τη στεριά.
            Ήταν πλέον πολύ αργά όταν ο άντρας αντιλήφθηκε πως η κοπέλα είχε βγει προς τα έξω. Κολυμπούσε τόση ώρα χωρίς να κοιτάει μπροστά του και, όταν επιτέλους έφτασε σ’ένα σημείο υποτίθεται κοντινό της, σταμάτησε, αλλά, σηκώνοντας το κεφάλι, δεν αντίκρυσε κανέναν. Μετά, γύρισε προς τα πίσω κι είδε τη γυναίκα να προχωράει αργά προς την παραλία. Ο άντρας άρχισε να κολυμπάει και πάλι, λιγότερο γρήγορα, λιγότερο μανιασμένα, σαν να είχε αποδεχτεί την μοίρα του.
            Έμειναν μακριά ο ένας από τον άλλον, για περίπου πέντε λεπτά. Σ’αυτό το μικρό διάστημα, εγώ κινήθηκα ελάχιστα, απλώς έβαλα κάποια στιγμή το αριστερό μου πόδι πάνω από το δεξί και, λίγο αργότερα, άλλαξα πάλι στάση, γέρνοντας προς το πλάι και στηρίζοντας το σώμα μου στο δεξιό μου πλευρό. Η γυναίκα άναψε ένα τσιγάρο, καθισμένη στην ψάθα, με το σώμα της κουλουριασμένο και εντελώς ενδεικτικό δυσφορίας. Μέσα στη θάλασσα, αρκετά βαθιά, κοντά στη σημαδούρα ασφαλείας, ο άλλος κολυμπούσε, χωρίς λόγο και χωρίς προορισμό, απλώς για να μείνει μακριά της.
            Τελικά, όμως, βγήκε κι αυτός έξω. Πήγε κοντά της και ζήτησε μια πετσέτα. Χωρίς να τον κοιτάει, άφησε νευρικά το τσιγάρο στο στόμα της, σαν να ήθελε να καρφώσει τα χείλη της μ’αυτό, άπλωσε το δεξί χέρι της προς τα πίσω, σήκωσε μια από τις δύο πετσέτες, την έφερε στο αριστερό και, εκτείνοντάς το, την έδωσε στο συνοδό της. Εκείνος σκουπίστηκε, κι έκατσε κοντά της. Η κοπέλα γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε δεξιά, προς κανένα συγκεκριμένο σημείο. Τον ένιωσε να γέρνει προς τα πίσω, να αφήνει την πετσέτα στην ψάθα της, και, καθώς επανερχόταν στην προηγούμενή του θέση, να σηκώνει τη δεξιά του παλάμη, για να χαϊδέψει φευγαλέα το αριστερό της μπράτσο. Εκείνη τραβήχτηκε μακριά και μετά έσβησε το τσιγάρο της στην άμμο, χρησιμοποιώντας λίγη περισσότερη δύναμη απ’όση χρειαζόταν.
            - Δώσ’μου ένα, τής είπε αυτός. Η φωνή του βγήκε από τα χείλη του απαλή, παρόλο που ούτε αυτός ούτε η άλλη είχαν καταλάβει ότι κάποιος τρίτος –εγώ– τούς παρακολουθούσε.
            Η κοπέλα έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο που προφανώς μοιράζονταν και τού το έδωσε -πάντα χωρίς να τον κοιτάει-, ωστόσο, δεν φάνηκε το ίδιο εξυπηρετική, όταν τής ζήτησε κι έναν αναπτήρα για να το ανάψει.
            - Πάρε μόνος σου, μουρμούρισε.
            Αφού δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, ο άντρας τέντωσε και πάλι τον κορμό του προς τα δεξιά, πίσω από την κοπέλα, για να πάρει αυτό που ήθελε.
             Άναψε το τσιγάρο και παρατήρησε την μακάρια θάλασσα, ενώ άφηνε τον καπνό τής πρώτης ρουφηξιάς να φύγει από την μύτη του. Ξαφνικά, ακούστηκε ο οχληρός ήχος ενός ταχυπλόου. Εκείνος κι εγώ το εντοπίσαμε περίπου ταυτόχρονα, ενώ ξεπρόβαλλε από τα δεξιά. Το παρακολούθησε, καθώς έπλεε θορυβώδες προς τα βαθιά, ώσπου έγινε μια λευκή κουκίδα. Έπειτα, γύρισε προς τη φίλη του, που είχε μείνει αδιάφορη στο πέρασμα τού σκάφους και συνέχιζε να κοιτάει κάτω. Ένα απείθαρχο τσουλούφι απ’τα μαλλιά της είχε φτάσει πάνω από τα μάτια της, κι εκείνος σήκωσε το χέρι του, για να το σπρώξει και πάλι πίσω από το αυτί της. Υπήρχε τρυφερότητα στην κίνησή του, αλλά και κάποιος δισταγμός, σαν να είχε προβλέψει από μόνος του, προτού κάνει τη σκέψη του πράξη, ότι η κοπέλα θα αρνιόταν τη βοήθειά του και θα τίναζε το κεφάλι της για να απαλλαγεί το άγγιγμά του.
            Άφησε το χέρι του να πέσει.
            - Τί έπαθες; την ρώτησε.
            - Ξέρεις τί έπαθα, απάντησε εκείνη.
            Σηκώθηκε με μια αργή και παράξενη κίνηση, σαν να ήταν το κεφάλι που τραβούσε το υπόλοιπο σώμα προς τα πάνω. Προχώρησε μπροστά κι άρχισε να κάνει σχέδια στην άμμο με το μεγάλο δάκτυλο τού ποδιού της, μια καλλιτεχνική προσπάθεια ανώφελη, γιατί, κάθε τόσο, ένα ελάχιστο κυματάκι έσκαγε στην ακρογιαλιά κι έσβηνε τα δημιουργήματά της.
            Ο άλλος, ακόμα καθιστός, τής είπε κάτι, κάτι που δεν ακούστηκε δυνατά, και μετά πήγε κοντά της. Προσπάθησε να βάλει τα χέρια του στους ώμους της.
             Η ίδια αντίδραση: με το που τον αισθάνθηκε να πλησιάζει, έφυγε. Μπήκε στη θάλασσα.
            Καθώς προχωρούσε, όμως, το πόδι της πρέπει να χτύπησε σε κάποια πέτρα. Έβγαλε μια κραυγή πόνου κι αμέσως σήκωσε το το πληγωμένο άκρο της για πιάσει το πέλμα.
            Ο άντρας την πλησίασε και πάλι.
             - Άσε με ήσυχη κι εσύ! τού φώναξε η κοπέλα και περιστράφηκε, με άξονα το πόδι που πατούσε ακόμα στο βυθό, ώστε να μην είναι αναγκασμένη να τον βλέπει. 
            Ανασηκώθηκα κι έγειρα μπροστά, για να τους παρακολουθήσω καλύτερα. Είχα ξεπεράσει κάθε όριο ηλιθιότητας και περιέργειας, αλλά είχα μπροστά μου το υλικό ενός διηγήματος, κι αυτό δικαιολογούσε, υποτίθεται, τις πράξεις μου.
            Και το ζωντανό διήγημα συνεχίστηκε, με τον άντρα να τής εξηγεί ότι απλώς ενδιαφερόταν για το καλό της.
            Η κοπέλα, παρότι τραυματισμένη, παρότι εκνευρισμένη, αποδείχτηκε εξαιρετικά ετοιμόλογη.
            - Καλά, αυτό μου το έδειξες χτες.
             - Ακόμα μ’αυτό ασχολείσαι; Αφού σού είπα, συνέβη μήνες πριν.
            - Ναι, αλλά εγώ το έμαθα χτες, είπε εκείνη -φαινόταν να έχει πάντα τη σωστή απάντηση. Είχε κατεβάσει το πόδι της, κι έκανε δυο-τρία βήματα πιο βαθιά. Άγγιξε με τις παλάμες της την επιφάνεια τού νερού.
            Την ακολούθησε, κρατώντας, πάντως, κάποια απόσταση. Έφτυσε μια κοινοτοπία.
             - Δε σήμαινε τίποτα για μένα.
            Η γυναίκα γύρισε αυτόματα να τον κοιτάξει και το πρόσωπό τής είχε γίνει ξαφνικά εντελώς διαφορετικό από πριν. Τα μάτια της ήταν μισόκλειστα κι εξέπεμπαν μια μοχθηρή λάμψη, σαν να έβραζε από την επιθυμία τής εκδίκησης. Το στόμα της ήταν σφιχτά κλειστό και τα χείλη της κάπως σουφρωμένα, έτοιμα για το χειρότερο. Ή, τουλάχιστον, έτσι τα έβλεπα εγώ.
             Υπήρξαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, που διακόπηκαν από τον έντονο ήχο τού χεριού της να προσκρούει στο μάγουλό του.
            Το κεφάλι του έστριψε προς το πλάι. Σχεδόν αμέσως μετά, όμως, γύρισε και πάλι μπροστά.
            Τής άρπαξε τα χέρια και την ταρακούνησε.
            - Θες καυγά; Θες καυγά;
            - Άσε με ήσυχη! Άσε με ήσυχη! 
             Προσπάθησε να απελευθερωθεί, κι όταν δεν το κατάφερε, επιχείρησε να σπρώξει το πιασμένο χέρι της προς το στέρνο του, μήπως και τού κατάφερνε κάποιο χτύπημα.
            - Αφού θες καυγά...
            Έπιασε και τους δύο καρπούς της με το αριστερό χέρι και με το δεξί τής ανταπέδωσε το χαστούκι. Μετά την ξαναχτύπησε˙ και πάλι, και πάλι.
            - Έτσι και τολμήσεις και το ξανακάνεις αυτό, δεν ξέρω κι εγώ τί θα γίνει, την απείλησε, ενώ προσπαθούσε να ελέγξει την αναπνοή του.
            - Εσύ μην τολμήσεις... τού είπε αυτή και τού κατάφερε ένα άγαρμπο χτύπημα, κάτι ανάμεσα σε γροθιά και χαστούκι, ακριβώς στο μάτι.
            Ο άντρας κραύγασε, έπειτα την έπιασε από το κεφάλι και την έσπρωξε κάτω από την επιφάνεια.
            Πέρασαν πέντε, δέκα, δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Έκανα να επέμβω, αλλά τελικά την τράβηξε έξω από τα μακριά της μαλλιά.
Ήταν λαχανιασμένη και αποσβολωμένη. Σήκωσε λίγο το χέρι της, σαν να τού ζητούσε να σταματήσει.
            Αυτός ξανάβαλε το κεφάλι της μέσα στο νερό.
            Υπολόγισα είκοσι δευτερόλεπτα.
            - Ρε! Θα την σκοτώσεις!
            Γύρισε και με είδε να τρέχω προς το μέρος τους. Το διήγημα είχε πάει στράφι.
            Την άφησε να βγει. Η κοπέλα τράβηξε απεγνωσμένη όσο περισσότερο οξυγόνο μπορούσε.
            Εκείνος μού χαμογέλασε χαιρέκακα και ηλίθια.
            - Όχι, όχι, απλά παίζουμε...
            Αναζήτησε τη συμπαράσταση τής συντρόφου του.
             - Έτσι δεν είναι, Μ.;
            Η Μ. δεν μπορούσε να λειτουργήσει φυσιολογικά. Οι πνεύμονες της ικέτευαν για ακόμα περισσότερο αέρα και τον εγκέφαλό της απασχολούσε μόνο η έκτακτη αυτή ανάγκη. Έμεινε μακριά μας, σαν να προσπαθούσε να κρυφτεί από μένα, ώστε να μην μπορούσα στο μέλλον να την αναγνωρίσω –«Αυτήν προσπάθησε κάποτε να την πνίξει ο φίλος της», θα αναφωνούσα, μόλις την έβλεπα, σε κάποιον αθηναϊκό δρόμο, ίσως, κι αμέσως εκατοντάδες κεφάλια θα γύριζαν να την κοιτάξουν επικριτικά–, και προσπάθησε να ηρεμήσει από το σοκ.
             Κοίταζε το βυθό. Υποθέτω πως, σε κάποιο σημείο, μπροστά της, ανάμεσα στην άμμο που πατούσαμε και την επιφάνεια, πρόσεξε κάτι, μια πολύ ελαφρά διαφοροποίηση στο χρώμα τού νερού. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει, έσκυψε για να παρατηρήσει περί τίνος ακριβώς επρόκειτο. Θα είδε μια στρογγυλή μάζα σαν ζελέ να επιπλέει κοντά της. Μικρά, μαύρα πλοκάμια, σαν τρίχες, θα παρασύρονταν πέρα-δώθε στο νερό.
            - Γ., φώναξε τον φίλο της.
            Εκείνος γύρισε και είπε:
            - Τί έγινε, μωρό μου;
            - Έλα να δεις κάτι…
            Περπάτησε προς το μέρος της. Εγώ ακολούθησα, ακόμα περίεργος, και, επιπλέον, ανήσυχος για την ασφάλεια τής κοπέλας.
            Ο Γ. έσκυψε πάνω από το σημείο που τού έδειχνε η Μ., μ’ένα μακάριο χαμόγελο στα χείλη. Όταν κοίταξε προσεκτικά, όμως, το χαμόγελό του έσβησε και το πρόσωπό του σοβάρεψε.
            - Περίμενε να φέρω κάτι για να τη βγάλουμε, είπε. Κατευθύνθηκε προς την αμμουδιά.
            Εγώ πλησίασα την κοπέλα.
            - Τί συμβαίνει; ρώτησα.
             - Τσούχτρα, μού απάντησε αυτή, κι άπλωσε διστακτικά το χέρι της προς το επίμαχο σημείο.
            Όμως, εκεί δεν υπήρχε τίποτα πια. Σήκωσα το βλέμμα μου προς εκείνην. Δεν ήταν πλέον καθόλου όμορφη. Στο πρόσωπό της διέκρινες τώρα μόνο ταραχή, αλλά ίσως και κάποια μνησικακία, που σού έδινε να καταλάβεις πως δεν είχαν τελειώσει όλα μεταξύ αυτής και τού εραστή της.    
             - Δεν υπάρχει τίποτα εκεί, τής επεσήμανα.
            Αυτή κοίταζε ακόμα εκεί, και περίμενε με το δάκτυλο απλωμένο να μού καταδείξει τον μικρόσωμο εχθρό.
            - Νά’τη, είπε. 
            Και, όντως, μπορέσαμε να διακρίνουμε μια τσούχτρα να ανεβαίνει αργά και ανέμελα προς την επιφάνεια. Φαινόταν άκακη και ουδέτερη και, προς στιγμήν, αδυνατούσα να καταλάβω πως αυτό το άσχημο κι άβουλο πλασματάκι θα μπορούσε να πλήξει οποιονδήποτε, με την ελάχιστη επαφή.
            Εκτός κι αν αυτή η επαφή ήταν με το εσωτερικό τής παλάμης.
            Ενώ η κοπέλα ζητούσε από τον Γ. να βιαστεί, έβαλα το χέρι μου μέσα.
            - Τί κάνεις εκεί; Φώναξε η Μ., σαν να έθετα σε κίνδυνο την ίδια μου τη ζωή.
            - Περίμενε, θα δεις.
            Με μια προσεκτική κίνηση, έπιασα την τσούχτρα και την έβγαλα έξω. Την πρότεινα στην κοπέλα, που αναπήδησε πίσω τρομαγμένη.
            - Τί κάνεις εκεί; Πώς τό’κανες αυτό;
            - Αν την πιάσεις με την παλάμη, τής είπα, δε σε τσιμπάει. Οπουδήποτε αλλού, σού δίνει και καταλαβαίνεις. Αλλά στην παλάμη δεν μπορεί να σού κάνει τίποτα.
            Ο άλλος πλησίαζε. Το μόνο όπλο που είχε καταφέρει να βρει, ήταν μια σαγιονάρα.
            - Γ., κοίτα, τού είπε η κοπέλα του κι έδειξε την ανήμπορη, διάφανη τσούχτρα που είχε κουλουριαστεί στο χέρι μου.
            - Πώς τό’κανες αυτό; με ρώτησε κι αυτός με τη σειρά του.
            Τού εξήγησα. Αρχίσαμε να περπατάμε προς τα έξω.
            Ο Γ. προχωρούσε μπροστά. Η Μ. με σταμάτησε και μού είπε:
             - Δηλαδή, αν την αφήσεις στην παλάμη μου, δεν θα μού κάνει τίποτα;
            - Τίποτα, είπα και τής χαμογέλασα περήφανα, σαν να τής ζητούσα να προτιμήσει εμένα απ’τον παραλίγο φονιά της.    
             - Αν, όμως, πέσει κατά λάθος στο μπράτσο μου –λέμε τώρα-, θα με τσιμπήσει, ε; συνέχισε τους ακκισμούς της.
            - Ναι, βέβαια, δεν πάει να πει ότι δεν έχει πια…
            - Θα μού τη δώσεις; με διέκοψε.
            - Ναι, αν θες. Προσοχή, όμως.
    Άπλωσε το χέρι της. Άφησα το πλάσμα τού βυθού να γλιστρήσει στην παλάμη της.
    Το κράτησε και το παρατήρησε για λίγο με υπερηφάνεια, όπως οι λεχώνες κοιτούν τα νεογέννητά τους. Κούνησε ελαφρά το χέρι της δεξιά-αριστερά, σαν να την ντάντευε.
    Μετά, σήκωσε το κεφάλι κι είδε τον Γ. να βγαίνει από το νερό. Έτρεξε πίσω του.

    Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω: όταν έφτασε κοντά του, σήκωσε γρήγορα το χέρι που κρατούσε την τσούχτρα και το άφησε να προσγειωθεί με δύναμη στην πλάτη τού Γ. Αυτός ούρλιαξε και μετά έπεσε στα γόνατα, περισσότερο λόγω τού αρχικού σοκ, κι όχι τόσο λόγω τού τσιμπήματος τών πλοκαμιών. Πίσω του, η κοπέλα του γελούσε, και το γέλιο της υπερκάλυπτε τις κραυγές του. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου