Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΙΚΡΟΤΗΤΕΣ # 2

#2: Ο "Καρκίνος του πνεύματος"

Δημόσια, στο διάλογο που εκτυλίχτηκε μεταξύ τους σε κάποιο κοινωνικό μέσο, ο πενηντάρης συγγραφέας Άγγελος Βαρσάμης αντιμετώπισε την αρνητική κριτική που είχε επιφυλάξει στο τελευταίο βιβλίο του ο νεαρός, ανερχόμενος μπλόγκερ Άλκης Αθανασίου με ψυχραιμία και ευγένεια – ακόμα και με ευγνωμοσύνη, έλεγε, για την εμπεριστατωμένη και χωρίς φόβο ή πάθος αποδόμηση του κειμένου του από το νεαρό γραφιά. Ιδιωτικά, ωστόσο, ο Βαρσάμης έβραζε στο ζουμί του: ήθελε όσο τίποτα να εκδικηθεί αυτό το «τσουτσέκι» που είχε τολμήσει να τον αμφισβητήσει, ήθελε να τον αφανίσει, να τον τελειώσει, να τον ακυρώσει δια παντός. Ξεκίνησε αυτή τη διαδικασία «αφανισμού» του νεαρού μπλόγκερ με το να παραινεί τους κοινούς τους γνωστούς να μη στέλνουν βιβλία τους στον Αθανασίου για κριτικές και παρουσιάσεις. Στη συνέχεια σταμάτησε να κοινοποιεί στη σελίδα του κείμενα του περί ου ο λόγος – όχι μόνο σχετικά με βιβλία του ίδιου του Βαρσάμη αλλά και σχετικά με βιβλία τρίτων.
            Αλλά την καλύτερη ευκαιρία για εκδίκηση του την πρόσφερε ο ίδιος ο Άλκης Αθανασίου: λίγες εβδομάδες μετά τη δημοσίευση της δυσμενέστατης κριτικής, σε κάποια ποιητική βραδιά, αδιάφορη για το πνεύμα αλλά χορταστική για το στομάχι, ο νεαρός μπλόγκερ πλησίασε τον πενηντάρη συγγραφέα, και με περισσή, ανεξήγητη ταπεινότητα, του ζήτησε να διαβάσει ένα πόνημά του, ένα σύντομο μυθιστόρημα, και, εφόσον ο Βαρσάμης το έβρισκε ενδιαφέρον, να το προωθούσε στον εκδότη του, το Γιώργο Πρώσο. Ο Βαρσάμης πήρε στα χέρια του το δακτυλόγραφο, καταφέρνοντας μετά βίας να συγκρατήσει τα γέλια μοχθηρίας που σκαρφάλωναν καλπάζοντας από τα βάθη της ύπαρξής του ως το μικρό του στόμα. Του έριξε δυο ματιές και έπιασε με προσποιητό ενδιαφέρον την κουβέντα με τον νεαρό μπλόγκερ περί του συγκεκριμένου κειμένου και περί της εμπειρίας της συγγραφής γενικότερα. Έπειτα από λίγο, μια νεαρή ποιήτρια απέσπασε την προσοχή του έμπειρου συγγραφέα, κι ο μπλόγκερ αποσύρθηκε προς κάποιο άλλο «πηγαδάκι», με μια κάποια ντροπαλοσύνη και αμηχανία.
            Ο Βαρσάμης συζήτησε λίγο ακόμα με την ποιήτρια κι έπειτα αποχώρησε από το εντευκτήριο που φιλοξενούσε την ποιητική βραδιά. Φεύγοντας, πέταξε το δακτυλόγραφο του Αθανασίου στον πρώτο κάδο απορριμμάτων που συνάντησε στο δρόμο του.

*

Λίγες ώρες μετά, καθώς ο ήλιος ανέτελλε πάνω από τη μεγαλούπολη, ένας ταλαιπωρημένος κύριος που πλησίαζε τα εβδομήντα, με λερωμένα ρούχα και κουρασμένο βήμα, βγήκε στη γύρα με το παλιό, νοτισμένο πια από τους λεκέδες καροτσάκι της λαϊκής της νεκρής εδώ και χρόνια γυναίκας του, μήπως κι έβρισκε κάτι στους κάδους της γειτονιάς του, που να μπορούσε να αξιοποιήσει, είτε προς βρώση είτε προς μεταπώληση.
            Βρήκε τελικά ένα μεγάλο γυάλινο μπουκάλι, μερικά άδεια κουτάκια αναψυκτικών κι έναν μικρό τενεκέ που είχε ακόμα λίγο λάδι μέσα του. Βρήκε επίσης ένα πεταμένο δακτυλογραφημένο μυθιστόρημα: «Ο καρκίνος του πνεύματος», του Άλκη Αθανασίου. Προς στιγμήν, ο ταλαιπωρημένος κύριος σκέφτηκε να πετάξει ξανά στον κάδο το κείμενο και να αρκεστεί στα υπόλοιπα ευρήματά του. Έπειτα, όμως, θυμήθηκε πόσο του άρεσε παλιά το διάβασμα κι ότι είχε αναγκαστεί να πουλήσει σταδιακά όλα του τα βιβλία στα παλιατζίδικα για δυο δεκάρες και ότι η τηλεόραση, η μόνη διασκέδαση που του είχε μείνει στο μικρό, στενάχωρο από κάθε άποψη διαμέρισμά του, είχε γίνει πια αποκρουστική, με όλη αυτή την καταστροφολογία και την προπαγάνδα των δημοσιογράφων της.
            Πήρε, λοιπόν, μαζί του το δακτυλόγραφο, όπως επίσης και τα δοχεία. Όταν επέστρεψε σπίτι από την αναζήτησή του, έκατσε σε μια από τις καρέκλες της κουζίνας και το διάβασε. Τον συνεπήρε τόσο, που δεν σηκώθηκε από την καρέκλα του μέχρι που το τελείωσε. Κλείνοντας το οπισθόφυλλο της εκτύπωσης, ένοιωσε ευγνωμοσύνη για το συγγραφέα του, που του είχε αφηγηθεί, μέσα από τις μαύρες λέξεις στο λευκό φόντο, μια ιστορία τόσο αληθινή κι όμως τόσο μαγική.
            Επέστρεφε συχνά σε αυτό το κείμενο, όταν γύρευε να ξεφύγει από τη δυστυχία του, την εξαθλίωση, τη μοναξιά του – και κάθε φορά έβρισκε εντός του κάτι να κρατηθεί μέχρι την επόμενη μέρα, την επόμενη αναζήτηση στους κάδους, το επόμενο συσσίτιο, την επόμενη επίσκεψη σε κάποιον, λίγο πιο τυχερό γείτονα που θα του έδινε ένα ελάχιστο κάτι από το υστέρημά του. Έτσι πορευόταν.

*

Από καιρού εις καιρόν, τον κύριο Παντελή – έτσι ήταν το όνομά του – τον επισκεπτόταν η ανιψιά του από την Πρέβεζα, η Δώρα, που κατέβαινε στην Αθήνα για τις εξετάσεις του παιδιού της. Έμενε δυο-τρεις μέρες στο μουντό διαμέρισμα μαζί με τον κύριο Παντελή και τον μικρό Αντώνη - που είχε ένα πρόβλημα στην καρδιά του και είχε αναγκαστεί να βάλει βηματοδότη -, και φρόντιζε τον κακότυχο θείο της, του μαγείρευε πράγματα που έφερνε μαζί της από πάνω, του φόραγε καινούριες παντόφλες και πυτζάμες που δεν κάνανε πια στον άλλο, τον μεγαλύτερο γιο της.
            Σε μια από αυτές τις επισκέψεις, εκεί που τακτοποιούσε την κρεβατοκάμαρα του κυρίου Παντελή, βρήκε το κείμενο που τόσο είχε γοητεύσει το θείο της. Ο τίτλος της φάνηκε αποκρουστικός, ωστόσο, όταν το ξεφύλλισε, το ίδιο το κείμενο τη συνεπήρε τόσο πολύ που σταμάτησε να το διαβάζει μόνο όταν θυμήθηκε πως έπρεπε να πάει το παιδί στο νοσοκομείο.
            Έβαλε το κείμενο στην τσάντα της και βγήκε στο δρόμο με τον μικρό για να πάρει το λεωφορείο. Όσο περίμενε να τελειώσουν οι εξετάσεις, βυθίστηκε ξανά στον κόσμο που είχε στήσει ο άγνωστός της συγγραφέας, το ίδιο συνεπαρμένη όπως και πριν. Μετά από λίγο, ο γιατρός, ένας ψηλός, ιδιαίτερα εμφανίσιμος πενηντάρης, την κάλεσε στο γραφείο του. Η Δώρα απέθεσε το δακτυλόγραφο στην ξύλινη επιφάνεια του γραφείου του και βολεύτηκε σε μια από τις καρέκλες, δίπλα στο γιο της, περιμένοντας από το γιατρό να της αναλύσει τα ευρήματά του.
            Οι εξετάσεις ήταν θετικές κι η Δώρα με το γιο της βγήκαν από το γραφείο του γιατρού γεμάτοι χαρά. Φεύγοντας, όμως, η γυναίκα ξέχασε να πάρει μαζί της το κείμενο που τόσο την είχε γοητεύσει.
            Ο γιατρός, ονόματι Πανόπουλος, δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του εκτυπωμένου λογοτεχνικού κειμένου στο γραφείο του παρά ώρες αργότερα, όταν ετοιμαζόταν πια να φύγει από το νοσοκομείο. Περιεργάστηκε το δακτυλόγραφο και βρήκε κάπως ενδιαφέροντα τον τρόπο που ο τίτλος μπέρδευε το ιατρικό με το άυλο. Άνοιξε το σπιράλ και άρχισε να διαβάζει τις πρώτες γραμμές. Γυρίζοντας σπίτι διάβασε καμιά εικοσαριά σελίδες ακόμα και ολοκλήρωσε τελικά την ανάγνωση μέσα στο Σαββατοκύριακο που ακολούθησε, γοητευμένος κι αυτός από την υπέροχη πρόζα του νεαρού αγνώστου.
            Σε μια κουβέντα περί βιβλίων, λίγες μέρες μετά, σε κάποιο φιλικό τραπέζι, δεν μπορούσε παρά να εκθειάσει αυτό το κείμενο που τόσο τον είχε σαγηνεύσει – αναφέροντας, βέβαια, και τον τρόπο με τον οποίο το δακτυλόγραφο είχε φτάσει στα χέρια του.
            Η ιστορία θα έμενε εκεί, αν εκείνο το βράδυ, στο ίδιο τραπέζι, δεν παρευρισκόταν και η Άλκηστις Πρώσου, η κόρη του γνωστού εκδότη, που άκουσε την αφήγηση του μεγαλογιατρού πρώτα με διάθεση ειρωνείας και έπειτα με όλο και αυξανόμενη περιέργεια.

*

Δύο μήνες μετά από την παράδοση του δακτυλογράφου στα χέρια του Άγγελου Βαρσάμη, ο Άλκης Αθανασίου ελάμβανε ένα μέιλ από την υπεύθυνη των εκδόσεων Πρώσου, που τον πληροφορούσε πως το κείμενό του, με τίτλο «Ο Καρκίνος του πνεύματος» τους είχε αρέσει πολύ και πως θα τους ενδιέφερε να συζητήσουν μαζί του το ενδεχόμενο της έκδοσής του.

            Στην πρώτη παρουσίαση, λίγους μήνες μετά, ο Άγγελος Βαρσάμης ήταν κι αυτός παρών, ως ο ένας εκ των δύο προσκεκλημένων ομιλητών. Στο λογύδριό του, δεν παρέλειψε να τονίσει ότι αυτός ήταν που είχε πείσει, μετά από αλλεπάλληλες συζητήσεις, τον εκδότη Γιώργο Πρώσο πρώτα να διαβάσει και έπειτα να εκδώσει τον «Καρκίνο του πνεύματος».  

2 σχόλια:

  1. 1.καρμική σχέση μέχρι την προ-τελευταία πρόταση.

    2.η τελευταία πρόταση δεν στέκει κατά την ταπεινή μου γνώμη, αφού σε μια πρώτη παρουσίαση είθισται να παρίσταται κάποιος από τον κύκλο του εκδότη αν όχι ο ίδιος ο εκδότης οπότε ο Α.Β. δεν θα διακινδύνευε να εκτεθεί γνωρίζοντας ότι δεν ήταν αυτός που πρότεινε το βιβλίο.

    3. νομίζω :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @Fool, σε ευχαριστώ για το σχόλιο. Όσον αφορά αυτά που μου γράφεις, έχω να πω τα εξής:

    Στις περισσότερες παρουσιάσεις μιλά κάποιος που εκπροσωπεί είτε τον εκδοτικό είτε το χώρο που φιλοξενεί την παρουσίαση, καθώς και κάποιοι που έχουν να κάνουν είτε με τη συγγραφή την ίδια είτε με το αντικείμενο του βιβλίου. Το συγκεκριμένο διήγημα, καθώς και τα υπόλοιπα αυτού του "κύκλου" έχουν να κάνουν με την ανάδειξη συμπεριφορών όπως αυτής του Α.Β., όχι μόνο στο συγγραφικό σινάφι αλλά και στη ζωή γενικά: αφού είναι τόσο μικροπρεπής ώστε να πετάξει στα σκουπίδια, γιατί να μην είναι τόσο υποκριτής και γλοιώδης ώστε να παρουσιαστεί στον άνθρωπο που προσπάθησε να βλάψει ως ο ευεργέτης του; Αυτό που όντως δεν στέκει, αλλά θα μπορούσε ίσως να συμβεί αν συνέτρεχαν κάποιες συγκεκριμένες περιστάσεις, είναι ότι ο Αθανασίου δεν μαθαίνει τελικά με ποιον τρόπο έφτασε όντως το δακτυλόγραφο στα χέρια του Κακίση - αλλά ίσως να μην τον ενδιέφερε να ρωτήσει (νομίζοντας πως ο Α.Β. είχε κάνει αυτό που του είχε ζητηθεί) και ο εκδότης ίσως να παρέλειπε απλά να το αναφέρει, έχοντας κατά νου την έκδοση και μόνο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή