Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Ο ΜΙΜΟΠΟΤΑΜΟΣ

-Αγάπη μου, εδώ πέρα, όλοι Άγγελος Νείλος λέγονται.
            Ο Άγγελος κοίταξε αποσβολωμένος την εβδομηντάχρονη κυρία που του είχε ανοίξει την πόρτα. Έπειτα, όμως, έγειρε λίγο προς τα μπρος και είδε πως το σαλόνι του σπιτιού ήταν γεμάτο από σωσίες του. Κάποιοι ήταν ντυμένοι όπως ήταν εκείνος την δεκαετία του εβδομήντα, με το κοντογούνι του Μάρκου Μπότσαρη, και την καμπάνα και τις πλατφόρμες και τα οξυζενέ μαλλιά, κάποιοι άλλοι με το κιμονό και το δερμάτινο παντελόνι από τη δεκαετία του ογδόντα, αλλά οι πιο πολλοί είχαν προτιμήσει το λουκ του της δεκαετίας του ενενήντα, το μαύρο κοστούμι με το κόκκινο πουκάμισο και τις κόκκινες καουμπόικες μπότες. Υπέθεσε πως όλοι τους, όπως και εκείνος, είχαν συστηθεί στην οικοδέσποινα ως Άγγελος Νείλος.
            Δεν ήξερε τι να πει – ούτε καν στον ίδιο του τον εαυτό. Το βλέμμα του επέστρεψε στην γυναίκα που είχε μπροστά του. Της χαμογέλασε αμήχανα κι έπειτα πέρασε μέσα.
            Ήλπιζε πως θα τον αναγνώριζαν, πως θα έβλεπαν σε εκείνον τον άντρα που προσπαθούσαν να μιμηθούν. Τίποτα, όμως. Όσοι, τέλος πάντων, γύρισαν να τον κοιτάξουν, καθώς έμπαινε στο σαλόνι, τον αντιμετώπισαν με αδιαφορία, όπως θα έκαναν με έναν αντίζηλο που είχαν εξαρχής κρίνει ως κατώτερο και ακίνδυνο. Καθένας τους θεωρούσε εαυτόν πιο κοντινό στο αυθεντικό.
            Ο Άγγελος ένοιωθε κιόλας πως είχε βρεθεί στον πιο κωμικό εφιάλτη. Φαντάστηκε πως τους έβαζε όλους στη σειρά, από τον πιο πετυχημένο, μέχρι τον πιο άκυρο σωσία του· θα ήταν σαν μια εικονογράφηση της παρακμής του – άλλωστε κι ο ίδιος ένοιωθε πια σαν μια μπαγιάτικη εκδοχή του εαυτού του.
            Αναρωτήθηκε πού να κάτσει. Όλες οι θέσεις ήταν πιασμένες. Τελικά πήγε και στάθηκε δίπλα στην παραθυρόπορτα. Από εκεί, άλλωστε, μπορούσε να τους παρατηρεί όλους. Μετά από λίγο, όμως, η κυρία που του άνοιξε την πόρτα τον πλησίασε και πάλι.
            -Για να μην στέκεσαι όρθιος, δεν πας στην κουζίνα; τον παραίνεσε. Είναι κι άλλοι από σας μαζεμένοι εκεί.
            Εκείνος, που είχε αρχίσει πια να αμφιβάλλει για τον αν είναι ο πραγματικός Άγγελος Νείλος, δέχτηκε μάλλον πρόθυμα την πρόταση της άγνωστης γυναίκας. Διέσχισε κάπως αμήχανα το σαλόνι, λες και ένοιωθε να πέφτουν πάνω βλέμματα που του έλεγαν «Είσαι ψεύτικος! Είσαι ψεύτικος!» και βγήκε στον διάδρομο, που ήταν κακοφωτισμένος και στενός.
            Τελικά, έφτασε στην κουζίνα. Αντίκρυσε και πάλι το ίδιο πλήθος, σε μια παραλλαγή του, έστω. Πέντε-έξι μίμοι του, άλλοι καθισμένοι γύρω από το τραπέζι και άλλοι στον καναπέ δίπλα στον τοίχο. Ούτε αυτοί τού έδωσαν ιδιαίτερη σημασία. Απλώς, ο ένας από αυτούς, που εκείνη τη στιγμή μιλούσε στους υπόλοιπους, έκανε μια μικρή παύση, δωρίζοντας μεν προς την κατεύθυνση του νεοφερμένου, αλλά χωρίς να τον κοιτάξει κατάματα και με ιδιαίτερη προσοχή, κι έπειτα ξανάρχισε να μιλά.
            -Επαναλαμβάνω: θα έπρεπε να έχει έρθει, είπε. Ο Κοσμάς ήταν ο καλύτερος μίμος του, ήταν ο πιο ταλαντούχος από όλους μας. Ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω από το να μιμείται απλώς τον Άγγελο Νείλο. Κι εκείνος τι έκανε; Δεν έστειλε καν ένα στεφάνι. Τόσα λεφτά έχει, διάολε.
            «Εσύ πού το ξέρεις;» σκέφτηκε από μέσα του ο νεοφερμένος, αλλά δεν εξέφρασε την αμφισβήτησή του. Αποφάσισε, ωστόσο, να πει κάτι άλλο.
            -Μπορεί να έχει έρθει, και απλά να μην ξεχωρίζει από εμάς τους υπόλοιπους.
            Ο άλλος, ένας σωματώδης πενηντάρης, ντυμένος Άγγελος Νείλος της δεκαετίας του 1990, αλλά με μωβ πουκάμισο γύρισε και κοίταξε τον νεοφερμένο με ένα εντελώς απαξιωτικό βλέμμα. Έκανε έναν μορφασμό και μετά είπε:
            -Ο πραγματικός Άγγελος θα ξεχώριζε. Ο Άγγελος Νείλος πάντα ξεχωρίζει.
            Έπεσε σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα, σιωπή την οποία έλυσε και πάλι ο σωματώδης μίμος. Κοιτάζοντας τον νεοφερμένο, έκανε την ερώτηση:
            -Συγγενής;
            Ο Άγγελος έριξε μια ματιά στα ρούχα που είχε φορέσει για να έρθει ως εκεί: ένα ξεβαμμένο αλλά καλοσιδερωμένο τζιν, ένα πολυφορεμένο αλλά ακόμα καθαρό λευκό πουκάμισο κι ένα δερμάτινο ημίπαλτο. Τα παπούτσια του ήταν γεροντίστικα, ανατομικά και φτιαγμένα από δερματίνη. Του ήρθε προς στιγμή να δώσει την απάντηση «Όχι, αποτυχημένος μίμος», αλλά τελικά είπε:
            -Ναι.
            Το πρόσωπο του σωματώδους μίμου ανέλαμψε.
            -Α, τότε θα ξέρεις πόσο καλός μουσικός ήταν στην πραγματικότητα ο Κοσμάς.
            Έδειχνε να είναι κάποιου είδους αυθεντία όχι μόνο πάνω στον ίδιο τον Άγγελο αλλά και στον γνωστότερο των μίμων του. Ο Άγγελος, από την πλευρά του, δεν ήξερε τίποτα παραπάνω σχετικά με τον Κοσμά Κοσμόπουλο, πέρα από το ότι είχε αποκτήσει μια κάποια αναγνωρισιμότητα σαν μίμος. Ο Άγγελος είχε πάει και τον είχε δει κάποτε σε ένα αναψυκτήριο, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν ο ίδιος είχε αποφασίσει να αποσυρθεί από το σινάφι και παρόλο που από μια πλευρά είχε απηυδήσει, από την άλλη είχε αναγνωρίσει στον εαυτό του πως ο Κοσμόπουλος τον μιμούνταν καλύτερα από ό,τι μπορούσε πια ο ίδιος να μιμηθεί τον εαυτό του. Τώρα, είχε βρεθεί στην κηδεία του Κοσμόπουλου, μετά από μια παράκληση που είχε εκφράσει η αδελφή του νεκρού – μάλλον η εβδομηντάρα που υποδεχόταν τους καλεσμένους – μέσω τηλεόρασης.
            Το ερώτημα παρέμενε εκκρεμές. Ο Άγγελος αποφάσισε να απαντήσει με ένα ακόμα ψέμα:
            -Δεν είχαμε και τόσο κοντινή σχέση.
            -Α, έκανε κάπως απογοητευμένος ο άλλος. Έπειτα στράφηκε προς τους άλλους μίμους.
            -Έτσι, που λέτε. Μουσικάρα ο μακαρίτης. Έγραφε πολύ ωραία τραγούδια. Θα μπορούσε να κάνει τόσα πολλά, αλλά επέλεξε να ζήσει μια ζωή… μια ζωή όπου δεν έκανε τίποτα από το να διαφημίζει…
            -Να εξυμνεί, πετάχτηκε να τον διορθώσει ένας άλλος από τους μίμους, ντυμένος Νείλος του εβδομήντα.
            -Να εξυμνεί αυτόν τον άνθρωπο –συνέχισε ο σωματώδης μίμος –που άλλαξε τις ζωές όλων μας, που άλλαξε το ελληνικό ροκ όπως το ξέρουμε. Κι ο κύριος Άγγελος Νείλος τι έκανε; Δεν έστειλε καν ένα στεφάνι. 
            Ο Άγγελος είχε αρχίσει να εκνευρίζεται από όλες αυτές τις καταγγελίες. Αλλά έπρεπε να μείνει εκεί. Τον είχαν ιντριγκάρει τα λόγια του σωσία του περί της μουσικής ικανότητας του συχωρεμένου. Ήθελε να μάθει περισσότερα. Ήταν χρέος του να μάθει περισσότερα.
            Ήταν έτοιμος να γυρέψει περισσότερες πληροφορίες από τον άγνωστο άντρα, όταν από το σαλόνι ακούστηκε ο ήχος του πιάνου. Κάποιος έπαιζε ένα τραγούδι που όλοι τους γνώριζαν πολύ καλά, ο ίδιος ο Άγγελος γιατί το είχε γράψει, οι μίμοι του γιατί το τραγούδαγαν όπου, τέλος πάντων, τους δινόταν η ευκαιρία: το «Κάτι πρέπει να συμβεί».
            Σαν πουλιά που είχαν δεχτεί το κάλεσμα να μεταναστεύσουν προς ένα πιο θερμό κλίμα, οι μίμοι του Άγγελου που ήταν συγκεντρωμένοι στην κουζίνα σηκώθηκαν όλοι μεμιάς όρθιοι και έσπευσαν στο σαλόνι. Ο πραγματικός Άγγελος ξαφνιάστηκε προς στιγμή από αυτή τη μαζική αντίδραση, αλλά τελικά σηκώθηκε και αυτός και τους ακολούθησε.
            Φτάνοντας στο σαλόνι, άκουσε μια ολόκληρη χορωδία από Αγγέλους Νείλους να τραγουδάνε το τραγούδι. Πήγε να βάλει τα κλάματα. Δεν ήταν μόνο αυτή η αγάπη που έδειχναν να του έχουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, το πώς πάσχιζαν να μιμηθούν όχι μόνο το στυλ του αλλά και την ίδια του τη φωνή. Ήταν όλα αυτά που του θύμιζε το τραγούδι καθεαυτό, ο τρόπος που του ήρθε ο πρώτος στίχος – που ήταν συνάμα και ο τίτλος –, η  μοναξιά και η αδράνεια που τον κατέπνιγαν την εποχή που το εμπνεύστηκε, η πίστη του πως, παρόλα αυτά, μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο –έστω μόνο τον δικό του. Η υπενθύμιση πως το είχε όντως καταφέρει αυτό το τελευταίο – μέχρις ενός σημείου, τουλάχιστον. Έδειχνε να πηγαίνει καλά, τα πρώτα χρόνια, από το 1976, όταν και βγήκε το πρώτο του τραγούδι, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Μετά μπήκαν στη μέση πολλά. Ντραγκς, δισκογραφικές, γυναίκες, λυκοφιλίες, η ίδια του η έπαρση. Προσπάθησε να επανεφεύρει την περσόνα του, αλλά δεν ένοιωθε πια την ίδια ικανοποίηση. Μέχρι που σιχάθηκε τα πάντα, και, κυρίως, τον ίδιο του τον εαυτό. Ήταν ανάγκη να τα παρατήσει, όμως; Ήταν ανάγκη να επιστρέψει στο τίποτα;
            Παράλληλα με τη νοσταλγία για τα παλιά του κατορθώματα, τον έπιασε και μια νοσταλγία για τον νεκρό, τον νεκρό που δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Τι είδους άνθρωπος να ήταν άραγε, όταν δεν το έπαιζε Άγγελος Νείλος; Γιατί δεν είχε δοκιμάσει να κάνει κάτι δικό του;
            Έψαξε με το βλέμμα του τον σωματώδη άντρα που είχε αναφερθεί νωρίτερα στο ταλέντο του Κοσμά Κοσμόπουλου. Πώς θα μπορούσε, όμως, να τον εντοπίσει σε αυτό το πλήθος από αλληλομιμούμενους;
            Τελικά, τον βρήκε, να στέκεται λίγα μέτρα πιο πέρα, πίσω από την υπόλοιπη χορωδία. Παραμερίζοντας τους παρεμβαλλόμενους, ο Άγγελος έφτασε κοντά του και τον άγγιξε στον ώμο.
            -Θέλω να σου μιλήσω, του είπε, προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από τις φωνές των υπολοίπων.
            -Άσε με, τραγουδάω τώρα, έκανε ο μίμος.
            -Θέλω να μου πεις για τα τραγούδια του Κοσμά. 
            -Τα ποια; Έγραφε ο Κοσμάς τραγούδια;
            Ο Άγγελος τον κοίταξε καλύτερα και είδε πως δεν ήταν αυτός που έψαχνε. Ξαναβάλθηκε να ψάχνει. Μετά από ακόμα δύο αποτυχημένες προσπάθειες, εντόπισε τελικά τον άνθρωπο με τον οποίο είχε μιλήσει νωρίτερα, χάρη στο μωβ πουκάμισό του. Τον πλησίασε και του εξήγησε τι τον ήθελε.
            Ο άγνωστος τον κοίταξε καχύποπτα.
            -Θέλω απλά να μάθω καλύτερα τον ξάδερφό μου, είπε ο Άγγελος, συνεχίζοντας το ψέμα του.
            Ο άλλος έδειξε να πείθεται. Με ένα συνωμοτικό βλέμμα στο τροφαντό πρόσωπό του, έκανε νόημα στον Άγγελο να τον ακολουθήσει.
            Ξαναπέρασαν στον μισοφωτισμένο διάδρομο, αλλά δεν πήγαν στην κουζίνα. Ο σωματώδης άντρας άνοιξε μια κλειστή πόρτα και μπήκε σε ένα από τα υπνοδωμάτια του σπιτιού. Ένευσε στον Άγγελο να μπει κι αυτός μέσα.
            Ο Άγγελος δεν ήξερε πώς να νοιώσει. Σαν θεό που μπαίνει στο ναό του; Σαν περίεργος που παραβιάζει ένα άβατο; Σαν ξοφλημένος που δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει;
            Ο ένας τοίχος του δωματίου – που ήταν προφανώς ο χώρος όπου κοιμόταν ο Κοσμάς Κοσμόπουλος – ήταν καλυμμένος με αφίσες και φωτογραφίες του Άγγελου Νείλου, από όλες τις φάσεις της καριέρας του. Ένας άλλος τοίχος κοσμούνταν από τρεις φωτογραφίες του Κοσμά Κοσμόπουλου, από τις οποίες στις δύο τραγουδούσε μπροστά σε κοινό ως Άγγελος Νείλος και στην άλλη, πολύ νέος ακόμα, ως ο εαυτός του. Ώστε έτσι ήταν ο πραγματικός Κοσμάς Κοσμόπουλος, σκέφτηκε ο Άγγελος. Έδειχνε εμφανίσιμος και καλοσυνάτος, ευαίσθητος σαν πραγματικός καλλιτέχνης. Κοίταξε και αλλού στο δωμάτιο και είδε μια γωνία όπου ήταν μαζεμένες έξι κιθάρες και ένα συνθεσάιζερ. Γύρισε και αλλού το βλέμμα του και είδε τον άγνωστο συνεργό του να έχει ανοίξει το συρτάρι του κομό και να ανακατεύει, προφανώς ψάχνοντας για κάτι.
Τελικά, ο μίμος έβγαλε στο φως ένα δισκάκι σαρανταπέντε στροφών, και το έφερε στον Άγγελο.
-Κράτα το, του είπε και ξαναπήγε στο κομό. Άνοιξε ένα άλλο συρτάρι και έβγαλε ένα από τα παλιά, μικρά, φορητά πικ-απ. Το ακούμπησε στο κρεβάτι και ζήτησε με ένα νεύμα το δισκάκι από τον άλλο. Ο Άγγελος του το έδωσε, ο μίμος το έβαλε στο πικ απ και τότε ακούστηκε η πιο καλή, η πιο εντυπωσιακή κιθάρα που είχε ακούσει ποτέ σε ελληνικό δίσκο ο έμπειρος Άγγελος Νείλος. Μα δεν ήταν μόνο ο ήχος της κιθάρας· ήταν η αρμονία του τραγουδιού, η έντονη συγκίνηση που σου προκαλούσε, το πώς σε συνέπαιρνε και συνάμα σε μελαγχολούσε, το πόσο μοντέρνο, το πόσο διαχρονικό ήταν, παρόλο που είχε γραφτεί το 1975 (ο Άγγελος είχε προλάβει να δει την ετικέτα).
Γιατί κάποιος να περάσει τη ζωή του μιμούμενος κάποιον άλλον; Είναι η λατρεία για αυτόν τον άλλον; Είναι απλώς ένας εύκολος τρόπος να βγάλεις λεφτά; Ή είναι ένας τρόπος να παίζεις μπροστά σε κοινό χωρίς, ωστόσο, να εκθέτεις τον πραγματικό εαυτό σου;
Δάκρυα είχαν αρχίσει να κυλάνε στα μάτια του πραγματικού Άγγελου Νείλου. Αυτό το τραγούδι άξιζε πολλά, άξιζε πολύ περισσότερα από το να βρίσκεται ξεχασμένο σε αυτό και καναδυό άλλα σπίτια της Αθήνας.
Και ξαφνικά, πριν το τραγούδι προλάβει να φτάσει στην προβλεπόμενη ως συγκλονιστική από κάποιον που ήξερε μουσική κορύφωσή του, η πόρτα του δωματίου άνοιξε και μπήκε μέσα φουριόζα η εβδομηντάχρονη οικοδέσποινα.
-Τι κάνετε εσείς εδώ; Δεν σας είπα να μην μπείτε στο δωμάτιο του Κοσμά;
Ο μίμος έκανε να απολογηθεί.
-Ήθελα να δείξω στον ξάδερφό σας…
-Ποιον ξάδερφο, έκανε η γυναίκα. Κι αυτός μίμος είναι.
-Εμένα μου είπε…
Γυρίζοντας προς τον Άγγελο, η γυναίκα είπε με θυμωμένο ύφος:
-Δεν ξέρω τι απατεωνιές σκαρώνεις, αλλά αν δε φύγεις από το σπίτι μου, θα φωνάξω την αστυνομία.
Ο Άγγελος προσπάθησε να την ηρεμήσει.
-Ακούστε με, σας παρακαλώ. Το όνομά μου είναι όντως Άγγελος Νείλος. Είμαι ο πραγματικός, δεν είμαι μίμος. Ήρθα εδώ επειδή εσείς το ζητήσατε.
-Πέρασε έξω! Πέρασε έξω! ούρλιαξε η γυναίκα.
-Θέλω να ηχογραφήσω το τραγούδι του αδερφού σας. 
Η κυρία δεν άντεξε άλλο. Άρπαξε τον άνθρωπο που της είχε συστηθεί ως Άγγελος από το μπράτσο και προσπάθησε να τον τραβήξει, με όση δύναμη της επέτρεπαν τα εβδομήντα της χρόνια, έξω. Ο Άγγελος μπορούσε κάλλιστα να αντισταθεί, αλλά κατάλαβε πως κάτι τέτοιο ήταν μάταιο. Βγήκε από το δωμάτιο, διέσχισε τον διάδρομο και έπειτα το σαλόνι, όπου το πάρτι συνεχιζόταν, με τους μίμους να τραγουδάνε τώρα ένα άλλο τραγούδι του. Άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε έξω.
Ενώ περίμενε το ασανσέρ, άκουσε τη γυναίκα να ουρλιάζει στους μίμους πως το πάρτι είχε τελειώσει και πως έπρεπε να την αφήσουν πια ήσυχη. Ο Άγγελος δεν ήξερε αν έπρεπε να κλάψει ή να βάλει τα γέλια. Τελικά δεν έκανε τίποτα. Απλά κατέβηκε από τις σκάλες και βγήκε από την πολυκατοικία.
Καθώς περπατούσε προς το αυτοκίνητό του, άκουσε μια φωνή κάμποσα μέτρα πίσω του.
-Αυτός φταίει, πιάστε τον!   
Γύρισε και είδε το πλήθος από τους μίμους του να τον κοιτάνε εξαγριωμένοι κι έπειτα να αρχίζουν να τρέχουν ξοπίσω του, μια ορδή από μίμους, ένας μιμοπόταμος, έτοιμοι να τον κατασπαράξουν για τη χαλάστρα που τους είχε κάνει.
Ενώ άρχισε να τρέχει, ο Άγγελος σκέφτηκε πως αν έβγαινε ζωντανός, όλο αυτό θα ήταν ωραία ιστορία για να τη διηγηθεί σε κάποιο τραγούδι του δίσκου που είχε αποφασίσει να βγάλει, του πρώτου μετά από δεκαπέντε χρόνια. Θα ήταν, βέβαια, πολύ ταιριαστό αυτό το τραγούδι να βρίσκεται αμέσως πριν ή αμέσως μετά από εκείνο του Κοσμά Κοσμόπουλου, του πιο σπουδαίου μίμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου