Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Ρίτα # 2

Του άρεσαν τα ταξίδια, του έλειπαν τα λεφτά. Προκειμένου να παρηγορηθεί, πήγαινε βόλτα στα δρομάκια κάτω από την Ομόνοια, στα μαγαζιά και τα φαγάδικα των μεταναστών, άλλοτε μόνος, άλλοτε με παρέα. Εκείνο το βράδυ, πήγε μόνος. Κάθισε στο εστιατόριο ενός ψηλόσωμου, ανέκφραστου ανθρώπου από την Αφρική, στο μοναδικό ελεύθερο τραπέζι που είχε μείνει. Παρήγγειλε τα ωραία του φαγητά και κάμποσο ελληνικό κρασί και βάλθηκε να παρατηρεί τους υπόλοιπους θαμώνες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν κι αυτοί Αφρικανοί.
Η γυναικεία παρέα μπήκε σχεδόν αμέσως μετά από αυτόν. Είδαν πως δεν υπήρχε ελεύθερο τραπέζι κι έκαναν να φύγουν, αλλά ο μαγαζάτορας τις έπεισε να κάτσουν, έως ότου, τουλάχιστον, ρωτήσει τον άνθρωπο που είχε έρθει λίγο πριν αν ήθελε παρέα στο τραπέζι του – που ήταν, άλλωστε, για τέσσερα άτομα. Ο θαμώνας συμφώνησε και οι τρεις γυναίκες ήρθαν και κάθισαν κοντά του. Ήταν και οι τρεις όμορφες, αλλά μόνο μία από αυτές του φαινόταν πραγματικά συναρπαστική. Την έλεγαν Ρίτα. Ο άντρας μιλούσε άνετα με όλες, αλλά εγκάρδια μόνο με εκείνη. Κι όμως, όταν έφτασε η ώρα να φύγουν, και παρόλο που είχε πιει σχεδόν ένα λίτρο κρασί, δεν βρήκε το θάρρος να της ζητήσει το τηλέφωνο.
Την κουβαλούσε, όμως, πάντα μέσα του, από εκείνο το βράδυ και μετά, σαν τη μεγάλη χαμένη ευκαιρία. Και, χρόνια μετά, όταν είχε πια αρκετά λεφτά για να ταξιδέψει, κι είχε μετακομίσει σε μια όμορφη, ήσυχη πόλη της Νορβηγίας, την είδε να περνά από κοντά του, αγκαλιά με έναν άλλον τύπο. Κι όμως, παρόλο που το βράδυ της πρώτης του γνωριμίας, δεν είχε τολμήσει να κάνει αυτό που έπρεπε, εκείνο το απόγευμα της δεύτερης συνάντησης, βρήκε το θάρρος να τη σταματήσει και να της μιλήσει, σαν να ήταν δυο παλιοί, καλοί φίλοι. Εκείνη έμεινε ανέκφραστη για λίγο, μετέωρη προφανώς ανάμεσα στο αν θα έπρεπε να του δείξει πως τον είχε όντως γνωρίσει ή να αποφύγει κάθε κουβέντα μαζί του. Τελικά, επέλεξε να τον χαιρετήσει με την ίδια εγκαρδιότητα που τον είχε αποχαιρετήσει κατά την πρώτη τους συνάντηση.
Οι τρεις τους πιάσανε την κουβέντα και το ζευγάρι πρότεινε στον άλλον να τους υποδείξει κάποια καλή παμπ και, αν ήθελε, να έρθει μαζί τους ως εκεί για να πιουν. Εκείνος ακολούθησε πρόθυμα. Κάθισαν σε ένα μικρό τραπέζι και τα είπανε. Όταν ο φίλος της Ρίτας πήγε στο μπάνιο, ο άλλος βρήκε την ευκαιρία να της πει πως όλα αυτά τα χρόνια τη σκεφτόταν.  
-Ωραία, λοιπόν, πάμε να φύγουμε.
-Τι; Τι είναι αυτά που λες;
-Γιατί όχι;
-Το εννοείς, δηλαδή;
-Ναι.
Δεν του φάνηκε ευγενικό. Δεν του φάνηκε ανθρώπινο. Ήταν τρελή ή απελπισμένη; Κάθισε στα αυγά του. Ο φίλος της Ρίτας επέστρεψε. Πέρασαν μαζί ακόμα είκοσι λεπτά και μετά χωρίστηκαν.

Την τρίτη φορά… δεν υπήρξε τρίτη φορά. Οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν άλλο ένα βράδυ, και πάλι στην Αθήνα, αλλά κάνανε και οι δύο πως δεν είδαν ο ένας τον άλλον. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου