Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Το ελβετικό ρολόι

Οι ιστορίες που είχε ακούσει για το ρολόι του προπάππου του ήταν αμέτρητες. Από την παιδική του κιόλας ηλικία, η μητέρα του τού μιλούσε για την μαγική, κατά τη γνώμη της, δύναμη που διέθετε αυτό το αξεσουάρ, θέλοντας να του μεταδώσει τον φόβο της και, παράλληλα, τον αγνό της θαυμασμό. Ο προπάππους του είχε κάποτε σώσει στη Σμύρνη τη ζωή ενός Τούρκου αξιωματούχου, κι εκείνος του το είχε ανταποδώσει χαρίζοντάς του ένα χρυσό ρολόι τσέπης. Από τότε η ζωή του προπάππου του, άλλαξε. Την επόμενη κιόλας μέρα από την παράδοση του ρολογιού βρήκε δουλειά – μετά από μήνες αναζήτησης – και με τα χρόνια μπόρεσε και έχτισε μια περιουσία. Ο γιος του δεν πούλησε το ρολόι, παρότι η οικογένεια είχε καταστραφεί οικονομικά μετά το 1922, κι έτσι μπόρεσε να χτίσει μια καινούρια περιουσία στην Ελλάδα, παρότι πρόσφυγας. Ο γιος αυτού είχε κάποτε κοντέψει να πέσει θύμα ληστείας – αλλά δείχνοντας το ρολόι στους υποψήφιους ληστές, τους εντυπωσίασε τόσο, που σχεδόν τους υπνώτισε, δίνοντας έτσι χρόνο στην αστυνομία να καταφτάσει και να τους συλλάβει.
Δεδομένης αυτής της πίστης στη δύναμη του ρολογιού, ήταν επόμενο, στο νεκροκρέβατό της, η μητέρα του να τον ξορκίσει, με όση δύναμη και συγκρότηση της είχε απομείνει: «Ό,τι κι αν κάνεις, μην πουλήσεις ποτέ το ρολόι του προπάππου σου».
Δεν το πούλησε – στην αρχή. Στην αρχή πορεύτηκε με αυτό σαν φυλαχτό, σαν φάρο καλοτυχίας. Ωστόσο, παρά την εμπιστοσύνη της μητέρας του στις ικανότητες του ρολογιού, τα οικογενειακά του ήρωά μας πήγαιναν χάλια, και εκείνος χρειαζόταν επειγόντως λεφτά, προκειμένου να γυρίσει την πρώτη του μικρού μήκους. Είχε τόση αυτοπεποίθηση, τόση πίστη στο ταλέντο του, που ήταν σίγουρος πως η πρώτη ταινία που θα γύριζε θα του άνοιγε διάπλατα τους δρόμους της επιτυχίας και της αναγνώρισης. Σκέφτηκε να ζητήσει δανεικά από τον πατέρα του, προκειμένου να τη φέρει σε πέρας, ωστόσο, εκείνος αρνήθηκε ξερά και κάπως απότομα. Δεν προόριζε τον γιο του για καλλιτέχνη και έβλεπε με κακό μάτι τα σκηνοθετικά του σχέδια.
Ο φίλος μας, λοιπόν – ας τον αποκαλέσουμε Περικλή, αν και δεν ήταν αυτό το πραγματικό του όνομα –, δεν έβλεπε καμιά άλλη λύση, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ταινία του, από το να πουλήσει το πιο πολύτιμο πράγμα που είχε στην κατοχή του. Ένα ρολόι φτιαγμένο στην Ελβετία το 1878 θα έπιανε καλά λεφτά. Είχε πάρει, λοιπόν, την απόφαση. Απέμενε τώρα να βρει τον αγοραστή. 
Τον βρήκε στο πρόσωπο του Στέργιου, που ήταν κι αυτός σκηνοθέτης και ήταν κι αυτός μεγαλωμένος στα πούπουλα. Ο Στέργιος δεν είχε πρόβλημα να χρηματοδοτήσει τις ταινίες του – ούτε να πείσει κανέναν για το ταλέντο του. Διέθετε και φράγκα και ικανότητες σε αφθονία. Ο Περικλής τον προσέγγισε με μια κάποια νευρικότητα, αλλά ο Στέργιος έδειξε ιδιαίτερα πρόθυμος να αγοράσει το αντικείμενο που του προσφερόταν. Το καινούριο του ρολόι του έδωσε, μάλιστα, την ιδέα για την επόμενη ταινία του, την πρώτη μεγάλου μήκους: την ιστορία ενός ρολογιού φτιαγμένου το 1878, τη χρονιά της μάχης της Φιλιππούπολης, στην Ελβετία και το πώς αυτό αλλάζει χέρια μέσα στα χρόνια.
Ο Περικλής έλαβε τα χρήματα που χρειαζόταν κι έβαλε μπροστά την ταινία μικρού μήκους. Ενώ, όμως, βρισκόταν στη φάση του ρεπεράζ, του τηλεφώνησε ο πατέρας του, ζητώντας του να του φέρει το ρολόι. Όταν ο Περικλής του απάντησε πως το ρολόι είχε πουληθεί, ο πατέρας του εξοργίστηκε τόσο πολύ που αποκλήρωσε μεμιάς τον επίδοξο σκηνοθέτη. Ο Περικλής νόμιζε πως επρόκειτο για μια στιγμιαία κρίση, αλλά τελικά έμαθε από κάποιον τρίτο πως ο πατέρας του τον είχε όντως αποκληρώσει, και επίσημα.
Ο Περικλής στεναχωρήθηκε, βέβαια, και πολύ, μάλιστα, αλλά ήταν τόση η πίστη του στο ταλέντο του, που θεωρούσε πως μπορούσε να τα καταφέρει και χωρίς τις γερές πλάτες του πατέρα του. Όσο για το ρολόι, του πέρασε, βέβαια, από το μυαλό ότι η πώλησή του τού είχε φέρει κιόλας κακοτυχία, αλλά δεν μπήκε στον κόπο να το πιστέψει.
Γύρισε την ταινία του κι αυτή δεν του πρόσφερε τίποτα. Παίχτηκε σε διάφορα φεστιβάλ και ειδικές προβολές, προκαλώντας, όμως, μόνο τον γέλωτα, παρόλο που δεν επρόκειτο για κωμωδία. Έπειτα ξεχάστηκε, όπως ξεχάστηκε και ο δημιουργός της. Ο Περικλής προσπάθησε να γυρίσει κάτι καινούριο, αλλά κανείς δεν τον εμπιστευόταν ούτε καν για να κρατάει την κλακέτα στο γύρισμα της ταινίας κάποιου άλλου.
Εν τω μεταξύ, ο Στέργιος ολοκλήρωσε κι αυτός την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους. Το «Ελβετικό Ρολόι», βασισμένο στην ιστορία του ρολογιού που είχε αποκτήσει από τον παλιό του φίλο, γνώρισε εξαιρετική επιτυχία και αποθεώθηκε εξίσου από κριτικούς και θεατές. Ο Στέργιος ήταν το πρόσωπο της ημέρας. Ο Περικλής δεν μπορούσε παρά να νοιώσει πως ο φίλος του χρωστούσε αυτή την επιτυχία στο παλιό εκείνο ρολόι.
Μόνο να υπήρχε ένας τρόπος να το πάρει πίσω! Προσπάθησε να έρθει ξανά σε επαφή με τον πατέρα του, προκειμένου να καταστρώσουν κάποιο σχέδιο δράσης. Ο πατέρας είπε πως το μόνο που θα έφερνε πίσω το ρολόι θα ήταν τα χρήματα. Έδωσε, λοιπόν, μια λευκή επιταγή στον Περικλή, προκειμένου να τη δώσει στον Στέργιο. Ο κάτοχος του ρολογιού είχε τη δυνατότητα να συμπληρώσει όποιο ποσό εκείνος επιθυμούσε.
-Να πουλήσω το ρολόι; Θα αστειεύεσαι! Συνειδητοποιείς πόση τύχη μου έφερε;
Αυτή ήταν η αντίδραση του Στέργιου στην πρόταση του Περικλή. Δεν δέχτηκε καν να το συζητήσει. Του έδωσε πίσω την επιταγή, χωρίς να μπει στον κόπο να τη συμπληρώσει κι ο Περικλής την επέστρεψε στον πατέρα του.
-Έπρεπε να το περιμένω, έκανε εκείνος. Το ρολόι έχει μια δύναμη… μαγική!
Έπειτα έδιωξε τον Περικλή σαν να ήταν κάποιος άγνωστός του ζητιάνος. Δεν ήθελε πια να έχει καμία σχέση μαζί του. Ο Περικλής έφυγε από το γραφείο του πατέρα του με την ουρά στα σκέλια.
Τώρα, χωρίς τα χρήματα του πατέρα του και χωρίς πια καμιά πίστη στο όποιο ταλέντο του, έπρεπε να χτίσει τη ζωή του από την αρχή. Από πού θα ξεκινούσε;
Βρήκε μια δουλειά σαν σερβιτόρος, παρόλο που ποτέ στη ζωή του δεν είχε πιάσει δίσκο στα χέρια του. Στην αρχή τα πήγαινε χάλια. Με τον καιρό, όμως, συνήθισε. Αυτό που δεν μπορούσε να συνηθίσει με τίποτα ήταν η ιδέα πως τούδε και στο εξής η ζωή του θα οριζόταν από μια ταπεινή, κουραστική δουλειά, χωρίς καμιά αναγνώριση, χωρίς καμιά φήμη, χωρίς καμιά χλιδή. Κι αυτό που τον κατέτρωγε ακόμα παραπάνω ήταν η γνώση πως κάποιος άλλος, ο παλιός του φίλος ο Στέργιος, είχε τώρα στην κατοχή του εκείνο το μαγικό ελβετικό ρολόι και μπορούσε χάρη σε αυτό να κερδίζει όλη την επιτυχία και την αναγνώριση που είχε ονειρευτεί.
Τα χρόνια περάσανε. Ο Περικλής είχε βρει τώρα μια καινούρια δουλειά, εξίσου ταπεινή, εξίσου κουραστική: επεξεργαζόταν δεδομένα σε μια ασφαλιστική εταιρεία. Η μονοτονία της δουλειάς του τον σκότωνε σιγά-σιγά. Υπήρχαν φορές που ήθελε να σηκωθεί από το γραφείο του και να ουρλιάξει «Παρατήστε με ήσυχο πια! Εγώ είμαι γόνος πλούσιας οικογένειας! Εγώ είμαι καλλιτέχνης!» Αλλά, φυσικά, δεν μπορούσε. Χρειαζόταν τα λεφτά προκειμένου να επιβιώσει.
Εν τω μεταξύ, η φήμη του Στέργιου όλο και μεγάλωνε. Μετά το «Ελβετικό ρολόι» ήρθαν πλείστες όσες ταινίες, όλες τους πετυχημένες κι ένδοξες, κι ο ίδιος τραγουδιόταν ως ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης της γενιάς του. Μαζί με την καλλιτεχνική επιτυχία ήρθαν λεφτά, γυναίκες, ταξίδια, φωτογραφίσεις, καλέσματα από πρωθυπουργούς, ενώ για τον Περικλή υπήρχε μόνο η σιωπή του μικρού του διαμερίσματος, διαμερίσματος που με δυσκολία συντηρούσε. Αυτή η διαφορά στις τύχες των δύο αντρών εξόργιζε, φυσικά, τον λιγότερο ευχαριστημένο από τη ζωή του.
Δεν έβλεπε άλλη λύση, προκειμένου να ορθοποδήσει και να απολαύσει κι αυτός λίγη επιτυχία, από το να κλέψει το ρολόι από τον Στέργιο. Είχε μάθει, διαβάζοντας μια συνέντευξή του, πως πλέον ο παλιός του γνώριμος κουβαλούσε παντού μαζί του το ελβετικό ρολόι, φροντίζοντας να το τοποθετεί στην τσέπη του γιλέκου που φορούσε κάτω από τα καλοραμμένα σακάκια του. Φρόντισε επίσης να μάθει τη διεύθυνση της κατοικίας του, κι έβαλε μπροστά το σχέδιό του.  
Ένα βράδυ, μετά από κάποιας προβολή στο πλαίσιο μιας πρόσκαιρης, σύμφωνα με τη γνώμη του Περικλή, ρετροσπεκτίβας του έργου του Στέργιου στο Μέγαρο Μουσικής, ο παλιός κάτοχος του ρολογιού ακολούθησε τον καινούριο ως το σπίτι του – το πολυτελές και ακριβό σπίτι του. Εκεί, κατέβηκε από το μηχανάκι του, που το είχε αγοράσει με χίλιους κόπους, φόρεσε μια μάσκα και, με αποφασιστικότητα που θα ζήλευε ακόμα και ο πατέρας του, ο στυγνός επιχειρηματίας, πλησίασε τον Στέργιο. Έφερε το όπλο, που επίσης είχε αγοράσει μετά κόπων στην πλάτη του επιτυχημένου σκηνοθέτη και του είπε:
-Δώσε μου όλα τα λεφτά σου.
Ο Στέργιος υπάκουσε με μια μαλθακότητα και μια δειλία που ο Περικλής βρήκε αποκρουστική. Δεν του έδωσε, όμως, το τυχερό ρολόι. Ο Περικλής δεν το κατάπιε. Βάλθηκε να του ψάχνει όλες τις τσέπες και, τελικά, σε εκείνη του γιλέκου, βρήκε αυτό που τόσο του είχε λείψει: το παλιό ελβετικό ρολόι του προπάππου του.
Η θέα του παλιού ρολογιού δεν τον γέμισε απλώς με ευτυχία. Τον υπνώτισε. Χωρίς να το καταλάβει, κατέβασε το όπλο του και βάλθηκε να περιεργάζεται το παλιό, χρυσό αξεσουάρ μαγεμένος, σαν να ήταν έτοιμος να του κάνει ερωτική εξομολόγηση. Βλέποντάς τον έτσι αποχαυνωμένο, ο Στέργιος βρήκε την ευκαιρία και του κατάφερε μια γροθιά στο πηγούνι. Ο Περικλής ξαπλώθηκε φαρδύς-πλατύς στο έδαφος. Ο Στέργιος του έριξε μια κλωτσιά για καλό και για κακό και του πήρε το πιστόλι. Σημαδεύοντάς τον, κάλεσε την αστυνομία, που έφτασε μετά από μερικά μόνο λεπτά.
Ο Περικλής καταδικάστηκε για ένοπλη ληστεία. Έχασε τη δουλειά του και κατέληξε στον Κορυδαλλό. Εκεί πέρασε ακριβώς τόσο άσχημα όσο θα περίμενε να περάσει ένας γόνος πλούσιας οικογένειας που είχε διανύσει σχεδόν όλη την ενήλικη ζωή του δουλεύοντας σαν υπάλληλος γραφείου: άσχημα, δηλαδή. Μόνο που, στα μέσα της ποινής του, έφαγε άθελά του μια μαχαιριά που προοριζόταν για κάποιον άλλον. Όχι απλώς γλύτωσε τελικά τον θάνατο αλλά βίωσε, για όλη την υπόλοιπη παραμονή του στη φυλακή, την ευγνωμοσύνη του ανθρώπου για τον οποίον προοριζόταν εκείνη η παραλίγο μοιραία μαχαιριά.
Ο άνθρωπος αυτός, παρά τα άλλα ελαττώματά του, στάθηκε στον Περικλή σαν ένας καινούριος πατέρας και εξέτεινε την προστασία του και πέρα από τα κάγκελα της φυλακής.
-Πήγαινε βρες τον Νίκο, είπε στον Περικλή τη μέρα που ο τελευταίος αποφυλακιζόταν, και ζήτα του ό,τι θες. Ό,τι θες και για όσο θες.  
Ο Περικλής πήγε και βρήκε το Νίκο και του ζήτησε αυτό που ήθελε. Τι ήταν αυτό παρά η ευκαιρία να γυρίσει μια ταινία;
Η ταινία γυρίστηκε και ήταν καλή. Ήταν καλή, γιατί οι εμπειρίες του Περικλή από τότε που είχε αρχίσει να δουλεύει σαν σερβιτόρος ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσες και ανθρώπινες από οτιδήποτε άλλο είχε βιώσει πριν και είχαν μεστώσει το ταλέντο του.

Στην επίσημη πρεμιέρα της ταινίας, που υπήρξε θριαμβευτική, ο Περικλής σκέφτηκε πως τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί αν δεν είχε απαλλαγεί από την καλή τύχη του ελβετικού ρολογιού. Τώρα πια ήταν ελεύθερος και από την μοίρα και από την τύχη.  

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Ο ΧΑΡΤΟΚΟΠΤΗΣ ΤΟΥ ΤΟΛΕΔΟ

Ο ΧΑΡΤΟΚΟΠΤΗΣ ΤΟΥ ΤΟΛΕΔΟ

Άρχισε να οξειδώνεται ο παλιός χαρτοκόπτης, ο αγορασμένος στο Τολέδο, ο χαρισμένος στους γονείς μου από κάποιον, νεκρό τώρα, θαμώνα της ταβέρνας. Μικρός τον χρησιμοποιούσα σαν σπαθί που κράταγαν τα playmobil μου. Τον αποχωρίστηκα δύσκολα την πρώτη φορά και τώρα, φοβάμαι, πρέπει να τον αποχωριστώ και πάλι – αυτή τη φορά οριστικά. Όμως, με ποιον τρόπο, αν τον αποχωριστώ, θα ανοίξω το γράμμα που θα μου στείλεις και θα μου ζητάς, μετανιωμένη, να είμαστε ξανά μαζί; 






Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Τίτλοι για διηγήματα που δεν θα γραφτούν ποτέ # 4

Ντίσκο Μελαγχολία
Ένα υγιέστατο κάθαρμα
Καγκουρέλαιο
Η υψηλή τέχνη της απώλειας
Η μέσα μου σκόνη
Οδηγός αποτυχίας
Βότκα για Βαρύτονους (Τεκίλα για Τενόρους)
Χάσυλο
Σκάκι στο ραδιόφωνο
Η μπαλάντα των ματαιωμένων
Φιλώντας τη σκιά σου
Το ασθενικό άγαλμα

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

ανθρωπίλα

Παρότι είχε ζήσει μια ζωή στο περιθώριο, ήταν αρκούντως ευγενικός. Ένα Δεκαπενταύγουστο, για παράδειγμα, που είχε μείνει μόνος του στην Αθήνα, βγήκε από την πολυκατοικία του για να πάρει τσιγάρα, και συναντώντας κάτι αγνώστους στην είσοδο της πολυκατοικίας –μια οικογένεια που είχε έρθει επίσκεψη σε κάποιους άλλους ένοικους της πολυκατοικίας – τους χαιρέτησε έστω και κάπως διστακτικά και τους ευχήθηκε χρόνια πολλά. Εκείνοι του ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό και την ευχή. Καθώς απομακρυνόταν από αυτούς, άκουσε το παιδί της οικογένειας – ένα δίχρονο κορίτσι – να ρωτά την μητέρα του:
            -Ποιος είναι αυτός;
            Η απάντηση που έδωσε η γυναίκα στην κόρη της ξένισε κάπως τον φίλο μας:
            -Ένας άνθρωπος.
            Άνθρωπος; Τι εννοούσε η άγνωστη γυναίκα; Σε όλη την τριαντάχρονη ζωή του ελάχιστοι του είχαν φερθεί σαν τέτοιον – οι γονείς του και τρεις-τέσσερις καλοί φίλοι. Μάλλον σαν κάτι κατώτερο, σαν κάτι που δεν άξιζε καμίας προσοχής τον έβλεπαν οι περισσότεροι. Κι όμως, τώρα, αυτή η γυναίκα τον περιέγραφε σαν… σαν… άνθρωπο. Τι ορισμός ήταν αυτός; Δεν είχε μάτια η κυρία; Δεν έβλεπε;
            Ο φίλος μας προσπάθησε να αναλύσει την απάντηση της, να καταλάβει τι την είχε ωθήσει σε μια τόσο παράξενη τοποθέτηση. Ναι, είχε δύο πόδια, δύο χέρια και τα λοιπά, μιλούσε μιαν ανθρώπινη γλώσσα, αλλά αρκούσαν όλα αυτά; Όλοι τον έβλεπαν σαν ένα τέρας, σαν ένα φρικιό που δεν άξιζε να ζει.
            Έφτασε στο περίπτερο, άπλωσε το χέρι του και έδωσε την παραγγελία του:
            -Ένα πακέτο άνθρωπο… ε, ένα πακέτο Μάρλμπορο ήθελα να πω.
            Ο περιπτεράς τον εξυπηρέτησε. Ο φίλος μας σκέφτηκε πως κι εκείνος θα τον έβλεπε σαν ένα κατώτερο ον.
            Μα, άνθρωπο; Κοντοστάθηκε να το αναλύσει παραπάνω. Δεν μπορούσε να το καταπιεί. Αποφάσισε να επιστρέψει σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορούσε και να ψάξει αλλιώς την απάντηση.
            Φτάνοντας εκεί, πήρε τηλέφωνο μια φίλη του.
            -Είμαι… είμαι άνθρωπος;
            -Ε;
            -Άνθρωπος… είμαι;
            -Τι αρρωστημένη πλάκα είναι αυτή; Εννοείται πως είσαι άνθρωπος. Γιατί, εσύ τι νόμιζες πως είσαι;
            -Θέλω να πω…
            Δεν απόσωσε τη φράση του. Ψέλλισε κάποια δικαιολογία και έκλεισε το τηλέφωνο.
            Απόμεινε μόνος του, στη σιωπή. Είδε από μακριά τον καθρέφτη δίπλα στην εξώπορτα κι αποφάσισε να πάει ως εκεί, μπας κι έπαιρνε καμιάν απάντηση.
            Όταν έφτασε εκεί, αντίκρυσε – ω! της έκπληξης – έναν άνθρωπο.
            Πήρε ξανά τη φίλη του και της το είπε.
            -Καλά, τι περίμενες;
            -Δηλαδή, όλον αυτόν τον καιρό νόμιζα πως είμαι κάτι άλλο από αυτό που είμαι.
            -Μάλλον. Θέλω να πω… μπορείς να το πεις κι έτσι.
            Άρχιζε σιγά-σιγά να το εμπεδώνει. Μα, ταυτόχρονα, κάτι καινούριο άρχισε να τον απασχολεί.
            -Και τώρα; Τι κάνω; Τι ευθύνες έχω;  

            Η φίλη του δεν ήξερε από πού να αρχίσει.    

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Νεμπράσκα, του Αλεξάντερ Πέιν

Ογδοντάρης που τα έχει κάπως χαμένα λαμβάνει επιστολή που τον ενημερώνει πως κέρδισε ένα εκατομμύριο δολάρια σε διαγωνισμό (στον οποίον δεν έλαβε καν μέρος). Όλοι γύρω του προσπαθούν να του δώσουν να καταλάβει πως πρόκειται είτε γα απάτη είτε για διαφημιστικό κόλπο, αλλά εκείνος είναι ανένδοτος – έχει αποφασίσει να πάει στη Νεμπράσκα να παραλάβει το έπαθλο, έστω και με τα πόδια. Τελικά, πείθει τον μικρότερο γιο του να τον πάει ως εκεί με το αυτοκίνητο.
Μπορεί μια τόσο απλή υπόθεση να αποτελέσει την πρώτη ύλη για μια σημαντική τελικά ταινία; Ο Αλεξάντερ Πέιν δείχνει ότι μπορεί. Τον βοηθούν σε αυτό η εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία, η ενδιαφέρουσα μουσική και οι εξαιρετικές ερμηνείες – ειδικά της Τζουν Σκουίμπ.
Ξεχάστε, πάντως, όσα ακούσατε περί road trip αυτογνωσίας και όλα αυτά τα κλισέ που αναμασούν οι έλληνες κριτικοί. Το θέμα του Νεμπράσκα είναι κάτι πολύ πιο απλό. Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, ο Γούντι Γκραντ, παιγμένος επιτυχημένα από τον Μπρους Ντερν, δεν είναι κάποιος που αναζητά την αυτογνωσία – ούτε και τη βρίσκει τελικά (σπόιλερ). Μεγαλωμένος στην ενδοχώρα των Ηνωμένων πολιτειών, μακριά από τις μεγαλουπόλεις, μακριά από την ντόλτσε βίτα των αστικών κέντρων, ήταν εξ αρχής καταδικασμένος σε μια ζωή ταπεινή, μάλλον θλιμμένη, όπου οι μόνες απολαύσεις ήταν μια μπίρα (ή πέντε) μετά τη δουλειά και η βαρετή τηλεόραση των τοπικών σταθμών – σαν εκείνον όπου δουλεύει ο μεγαλύτερος γιος του. Αυτό που γυρεύει ο Γούντι είναι η αξιοπρέπεια, η γνώση πως δεν χαράμισε τη ζωή του. Αυτό είναι που τον ωθεί προς αυτό το ταξίδι στη Νεμπράσκα.
Εκεί που οι περισσότερες αμερικάνικες ταινίες παρουσιάζουν τους κατοίκους αυτής της ενδοχώρας σαν καρικατούρες, σαν ηλίθιους, φιλοχρήματους, φανατικούς, πολεμοχαρείς, ο Πέιν τους δείχνει σαν απλούς, όμορφους ανθρώπους (όχι, φυσικά, όλους) και σε ωθεί (διακριτικά) να ταυτιστείς μαζί τους κι όχι να ταχθείς απέναντί τους. Η Νεμπράσκα, λοιπόν, είναι διπλά σημαντική, και για το πώς φέρεται στους ήρωές της και για το πώς φέρεται στους θεατές.